-
1 ιδη
дор. ἴδα (ῐ) ἥ лесистая гора, горный лесἡ χώρη δασέη ἴδῃσι Her. — страна, изобилующая лесами;
ἴ. ναυπηγήσιμος Her. — корабельный лес -
2 Ιδη
-
3 Ίδη
η гора Ида;тж. Ψηλορείτης -
4 ἴδῃ
он увиделувидит он увидитΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἴδῃ
-
5 Ιδηθεν
-
6 ιδα
-
7 Ιδα
-
8 Ιδαιος
-
9 δοκιμαστης
- οῦ ὅ1) высказывающийся одобрительно, выступающий в защиту(τῶν πεπραγμένων Dem.)
2) оценщик, эксперт, судьяδοκιμαστὰς ποιεῖσθαι μέ νεωτέρους πεντήκοντα ἐτῶν Plat. — в судьи назначить людей не моложе пятидесяти лет3) пробирщик(εἰ τάργύριον καλόν ἐστι δ. ἴδῃ Men.)
-
10 ιδηαι
-
11 ναυπηγησιμος
годный для постройки кораблей, корабельный(ἴδη Her.; ξύλα Thuc., Plut.; ὕλη Plat.)
-
12 Περιδαιος
-
13 πιδηεις
-
14 πολυπιδαξ
-
15 πολυπτυχος
-
16 υληεις
-
17 Χρυσούν Κέρας
см. Ίδη -
18 έπαρση
[эпарси] ουσ. Θ. самодовольство, чванство, επ.ρχία [эпархиа] ουσ. Θ. провинция. επ.ρχιακός [эпархиакос] εκ. провинциальный. επ.ρχιώτης [эпархиотис] ουσ. а. провинциал. επ.φή [эпафи] ουσ. Θ. связь, контакт. επ.ίγον [эпигон] εκίρ. срочно επ.ιγόντως [эпигондос] εκίρ. немедленно, безотлагательно, επ.ίγων [епигон] εκ. срочный επ.ιδή [эпиди] σύνδ. потому что, так как. επ.ισόδιο [эписодио] ουσ. о. эпизод, случай, происшествие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έπαρση
См. также в других словарях:
Ἴδη — timber tree fem nom/voc sg (attic epic ionic) Ἴδης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴδῃ — Ἴδη timber tree fem dat sg (attic epic ionic) Ἴδης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίδη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κορύβαντα και σύζυγος του βασιλιά της Κρήτης Λυκάστη. Ήταν μητέρα του Μίνωα του νεότερου, βασιλιά και νομοθέτη της Κρήτης. 2. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Μαζί με την αδελφή της Αδράστεια… … Dictionary of Greek
ἴδη — ἴ̱δη , ἴδη timber tree fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἴ̱δη , ἶδος sweat neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἴ̱δη , ἶδος sweat neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἴ̱δη , ἰδέω know imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἰδέω know pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδῃ — εἶδον see aor subj mp 2nd sg εἶδον see aor subj act 3rd sg ἴ̱δῃ , ἴδη timber tree fem dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδῇ — ἰδέω know pres subj mp 2nd sg ἰδέω know pres ind mp 2nd sg ἰδέω know pres subj act 3rd sg οἶδα see perf subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ψηλορείτης ή Ίδη — Ορεινό συγκρότημα της Κρήτης, στο κέντρο σχεδόν του νησιού, τμήμα της μεγάλης οροσειράς, που διασχίζει ολόκληρη την Κρήτη, από Δ προς Α. Ψηλότερη κορυφή του συγκροτήματος και ολόκληρης της Κρήτης είναι ο Τίμιος Σταυρός (2.456 μ.). Στον Ψ.… … Dictionary of Greek
Ἴδηι — Ἴδῃ , Ἴδη timber tree fem dat sg (attic epic ionic) Ἴδῃ , Ἴδης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδηι — ἴδῃ , εἶδον see aor subj mp 2nd sg ἴδῃ , εἶδον see aor subj act 3rd sg ἴ̱δῃ , ἴδη timber tree fem dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴδαι — Ἴδη timber tree fem nom/voc pl Ἴδᾱͅ , Ἴδη timber tree fem dat sg (doric aeolic) Ἴδης masc nom/voc pl Ἴδᾱͅ , Ἴδης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴδηθεν — Ἴδη timber tree indeclform (adverb) Ἴδη timber tree fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)