-
41 гулять
ρ.δ., επίρ. μτχ. гуляя κ. гуляючи.1. περιπατώ, κάνω περίπατο, βολτάρω, σεργιανίζω. || μτφ. περιφέρομαι, κόβω βόλτες. || διαδίδομαι, μεταδίδομαι γρήγορα, ανεμπόδιστα•холера -ет по стране η χολέρα γρήγορα διαδίδεται στη χώρα.
2. έχω αργία, ρεπό, αργώ, σχολάζω, δε δουλεύω. || (για γη) μένω ακαλλιέργητος.3. διασκεδάζω, γλεντώ.4. (с кем) έχω ερωτικές σχέσεις. || κάνω έκλυτη ζωή, εξωκέλλω, παραστρατώ.εκφρ.по рукам -ет – (για επιστολή, βιβλίο κλπ.) περιέρχεται, κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι.έχω διάθεση για περίπατο. -
42 до
до 1πρόθ. με γεν. (όριο)1. μέχρι, ως, εως•-последней капли крови ως την τελευταία ρανίδα αίματος•
с головы до ног από το κεφάλι ως τα πόδια•
от Москвы до Афин από τη Μόσχα ως την Αθήνα•
от начала до конца από την αοχή ως το τέλος•
ждать до вечера περιμένω, ως το βράδυ•
отложить до возвращения αναβάλλω ως την επιστροφή•
до сих пор ως τώρα•
мая ως το Μάη•
до завтра ως αύριο.
2. πριν, προ, προτού•заплатить до срока πληρώνω πριν την προθεσμία•
до обеда πριν το μεσημέρι ή πριν το γεύμα•
до нового года ως το τέλος του χρόνου, πριν τον καινούριο χρόνο•
до революции πριν την επανάσταση, προεπαναστατικά•
-нашей эры πρίν.Χριστό•
до отъезда πριν την αναχώρηση•
до войны πριν τον πόλεμο, προπολεμικά•
до темноты πρίν σκοτεινιάσει.
3. (οριο, βαθμό)•до ужаса μέχρι φρίκης•
до чего он хитр τι πονηρός που είναι•
промок до костей βράχηκα μέχρι το κόκκαλο•
мне не до смеху δεν έχω τίποτε το γελείο•
теперь не шуток τώρα δεν έχει (δε χωρούν) αστεία•
некоторой степени ως ένα βαθμό.
|| (ποσοτικό όριο)•это обойдтся до пяти рублей αυτό θά στοιχίσει μέχρι πέντε ρούβλια.
4. περίπου, ίσαμε, ως, περί•их было до двадцати человек αυτοί ήταν περίπου είκοσι άτομα.
5. (σχέση) για•мне не до шуток, не до смеху δεν έχω διάθεση γι' αστεία, για γέλια•
мне не до вас δεν έχω καιρό ν' ασχοληθώ μέ σας•
мне нет до этого αυτό δε με αφορά εμένα, δε μ' ενδιαφέρει.
εκφρ.что до – όσον αφορά•что -меня – όσον αφορά εμένα.до 2ουδ. άκλ. ο μουσικός φθόγγος ντό. -
43 знакомство
-а ουδ.1. γνωριμία•завязать ή заводить знакомство πιάνω γνωριμία•
состоять в -е γνωρίζομαι, έχω γνωριμία•
прекратить с кем-л. всякое знакомство κόβω κάθε σχέση με κάποιον•
поддерживать с кем-л. знакомство διατηρώ (έχω) σχέσεις με κάποιον.
2. πλθ. -а γνωριμίες, γνωστοί•большое знакомство πολλές γνωριμίες•
иметь -а в городе έχω γνωστούς στην πόλη.
3. ύπαρξη γνώσεων•знакомство с ядерной физикой γνωριμία με την πυρινική φυσική.
εκφρ.по -у – με γνωριμία•с первого -.а – από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκα. -
44 какой
αντων.1. (ερωτηματική) ποιος; τι;какой ваш любимый цвет? ποιο χρώμα σας αρέσει περισαότερο;•-го вы мнения о нём τι γνώμη έχετε γι αυτόν;•
-ая нужда мне знать τι ανάγκη έχω να ξέρω•
к -ому выводу пришли? Σε τι συμπέρασμα κατα/.ήζατε;•
-ая польза мне от этого? τι ωφέλεια έχω εγώ απ αυτό;
2. (περιφρονητικά) τι, τι είδους•какой он учёный τι επιστήμονας είναι αυτός.
3. (αναφορ.) ποιος, τι•не знаю -ую книгу вам дать δεν γνωρίζω ποιο βιβλίο να σας δώσω.
|| που, οποίος•таких гвоздей -их вам нужно, у меня нет τέτοια καρφιά, που εσείς θέλετε, δεν έχω.
4. ένας, κάποιος• οποιοσδήποτε. || (σε συνδυασμό με αρνητ. εκφράσεις: неизвестно: неведомо, не знаю κ.τ.τ.) για ποιόν, για τι•он поехал в афины неизвестно по -им делам αυτός πήγε στην Αθήνα, χωρίς να ξέρουμε για υποθέσεις (άγνωστο για τι).
5. επιφ. τι•какой умный человек! τι έξυπνος άνθρωπος!•
какой добрый! τι καλός!•
-ое несчастие! τι δυστυχία!
εκφρ.какой бы то ни был (было) – οποιοσδήποτε, καθένας, όποιος και να είναι•какой ни (на)есть – οποιοσδήποτε, όποιος να είναι, όποιος σας αρέσει•хоть какой ή какой хотите – οποιοδήποτε, όποιο θέλετε•из -их – παλ. από ποιο κοινωνικό στρώμα•ни в -ую – με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση•где какой – ο καθένας εκεί που πρέπει•когда какой – το κάθε τι στον καιρό του•кому «• – ανάλογα με τον άνθρωπο•какой тут – άστ αυτά, έλα (σώπα) τώρα•какой там – τι είν αυτά (εκεί) που λες•какой там наши? – τι ζητάν οι δικοί μας εκεί;•-им образом? – πως; με τι τρόπο; -
45 мысль
-и θ.1. σκέψη, στοχασμός• συλλογισμός• κρίση, νους•светлая мысль φωτεινή σκέψη•
остроумная мысль πολύ έξυπνη σκέψη•
предвзятая προκατειλημμένη σκέψη•
странная мысль παράξενη σκέψη•
погрузиться в свой -и βυθίζομαι σε σκέψεις•
у меня и в -ях не было ούτε καν μου πέρασε από το νου•
у меня мелкнула μου πέρασε από τα νού η σκέψη•
мне: пришло на мысль μου ήρθε στη σκέψη.
2. ιδέα γνώμη, άποψη•мы с вами одних -и οι δυό μας έχομε την ίδια γνώμη•
основная мысль произведения η βασική ιδέα του (λογοτεχνικού) έργου•
это хорошая мысль αυτή είναι καλή ιδέα•
у мени на этот счёт свой -и ως προς αυτό έχω τις δικές μου απόψεις.
|| υπόνοια, υπόθεση•я не допускаю и -и δεν επιτρέπω ούτε υπόνοια.
εκφρ.образ -ей – τρόπος σκέψης•иметь в -ях – έχω στη σκέψη ή κατά νου•не иметь в -ях – δε σκέφτομαι, δε σκοπεύω, δεν έχω κατά νου. -
46 недосуг
-а α.έλλειψη ελευθέρου χρόνου•мне недосуг δεν έχω (ελεύθερο) χρόνο•
за -ом από έλλειψη χρόνου•
сослаться на недосуг δικαιολογούμαι ότι δεν έχω καιρό•
я не пришл из-за -а δεν ήρθα, γιατί δεν ευκαιρούσα•
ασχοληθώ μαυτό. -
47 нечего
нечего 1нечему, нечем, не о чемαντων. αρνητ. τίποτε, ουδέν•нечего читать δεν έχω• τίποτε για διάβασμα•
нечего сказать δεν έχω τίποτε να πω•
тебе нечего бояться δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς•
нечем резать δεν έχω με τι να κόψω•
нечему удивляться τίποτε το εκπληκτικό•
тут нечему смеяться εδώ δεν υπάρχει τίποτε το γελοίο•
не о чем жалеть άδικα λυπάσαι•
-делать δεν μπορώ να κάνω τίποτε.
нечего 2ως κατηγ. δεν πρέπει, δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει δε χρειάζεται, δεν υπάρχει λόγος, δεν είναι ανάγκη•об этом и думать -γι αυτό ούτε καν να σκέφτεσαι•
нечего вам в это дело мешаться δεν έχετε καμιά δουλειά να ανακατεύεστε σ αυτή την υπόθεση•
вам нечего помогать δε χρειάζεται η βοήθεια σας•
его жалеть δεν αξίζει να τον λυπάσαι ή αυτός δε θέλει λύπηση.
-
48 носить
ношу, носишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ношенный-шен, -а, -оρ.δ.μ.1. βλ. нести (1 σημ.).2. είμαι έγγυα.3. φέρω, φορώ•носить оччки φορώ ματαγυάλια•
носить траур; носить чрное πενθώ, φέρω πένθος, πενθοφορώ, μαυροφορώ•
кольцо φέρω φαχτυλίδι.
|| έχω•носить бороду φέρω γένια (γενειάδα)•
носить усы έχω μουστάκια•
бакенбарды φέρω φαβορίτες.
4. ονομάζομαι•носить фамилию мужа φέρω το επώνυμο του συζύγου.
|| (για βαθμό, τίτλο κ.τ.τ.)• κατέχω•он -ит звание генерала αυτός φέρει το βαθμό του στρατηγού.
5. ασθμαίνω, πνευστιώ, κοντανασαίνω.6. χαρακτηρίζομαι μαρτυρώ• έχω τη μορφή.εκφρ.способный носить оружие – ικανός να φέρει όπλο (μάχιμος)•высоко (гордо) носить голову – βλ. στο ρ. нести• носить на руких кого κρατώ στα χέρια κάποιον (προσέχω πάρα πολύ)•едва (ле, насилу – κ.τ.τ.) ноги -сит μόλις (και μετά βίας) σέρνει τα πόδια του.1. βλ. нестись (1 σημ.).2. φοριέμαι.3. τραβιέμαι, ασχολούμαι πολύ, καταγίνομαι.4. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, κουβαλιέμαι. -
49 отхотеть
ρ.σ. (γραμμ. στοιχεία βλ. хотеть)δεν έχω διάθεση (να κάνω κάτι).δεν έχω διάθεση•отхотеть идти в театр δεν έχω διάθεση να πάω στο θέατρο.
-
50 пользоваться
-зуюсь, -зуешьсяρ.δ.1. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι, κάνω χρήση•пользоваться научным методом χρησιμοποιώ επιστημονική μέθοδο•
пользоваться инструментом χρησιμοποιώ το εργαλείο•
пользоваться атомной энергией в мирных целях χρησιμοποιώ την ατομική ενέργεια για ειρηνικούς σκοπούς.
2. επωφελούμαι•пользоваться всяким удобным случаем επωφελούμαι κάθε κατάλληλης ευκαιρίας.
3. απολαύω, απολαμβάνω, χαίρω, έχω-- авторитетом έχω κύρος•пользоваться свободой έχω ελευθερία•
пользоваться хорощей репутацией χαίρω καλής φήμης•
пользоваться правами χαίρω δικαιωμάτων•
пользоваться популярностью είμαι δημοφιλής.
4. παλ. θεραπεύομαι, γιατρεύομαι. -
51 приклонить
-оню, -онишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приклонённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.λυγίζω, κάμπτω, λυγίζοντας πλησιάζω•приклонить ветки дерева к земле λυγίζω τα κλαδιά του δέντρου προς τη γη.
|| κλίνω, γέρνω•приклонить голову к плечу γέρνω το κεφάλι στον ώμο.
εκφρ.голову (главу) приклонить – έχω που την κεφαλήν κλίναι•негде (некуда) голову (главу) приклонить – δεν έχω που την κεφαλήν κλίναι (δεν έχω αποκούμπι, στήριγμα)•приклонить слух (ухо) – τεντώνω το αυτί να ακούσω καλά, εντείνω την ακοή (ακούω προσεχτικά).λυγίζω, κάμπτομαι κλπ..ρ. ενεργ. φ. приклонить книзу κάμπτομαι προς τα κάτω. -
52 сильный
επ., βρ: силенκ. силн, сильна, сильно, πλθ. сильны,1. δυνατός, ισχυρός, γερός•сильный человек δυνατός άνθρωπος•
-ая лошадь γερό άλογο•
-ая рука δυνατό χέρι•
-ая крепость ισχυρό φρούριο•
-ое государство ισχυρό κράτος•
сильный ученик γερός (καλός) μαθητής.
2. μεγάλος• σφοδρός• δριμύς•сильный ветер σφοδρός άνεμος•
-ое желание μεγάλη επιθυμία•
-ое лекарство δραστικό φάρμακο•
сильный запах βαριά (δριμεία) οσμή.
|| υγιής, γερός•-ые лгкие γερά πνευμόνια.
3. Μτφ. σταθερός, ακλόνητος•сильный человек -ой воли άνθρωπος με ισχυρή θέληση•
у него сильный характер αυτός έχει γερό χαρακτήρα.
4. καλός•сильный ученик δυνατός μαθητής•
-пловец καλός κολυμβητής.
εκφρ.-ые слова ή выражения – βαριά λόγια, βαριές φράσεις•сильный занимать (иметь) -ые позиции – έχω μεγάλα πόστα (έχω μεγάλη ισχύ)•иметь -уго руку – έχω μεγάλο μέσο ή μπάρμπα στην κορώνα. -
53 состоять
ρ.δ.1. συνίσταμαι, αποτελούμαι, (συν)απαρτίζομαι, σύγκειμαι•квартира -ит из двух комнат το διαμέρισμα αποτελείται από δυο δωμάτια•
семья -ит из пяти человек η οικογένεια αποτελείται από πέντε άτομα ή μέλη•
в чём -ят обязанности? σε τι συνίστανται οι υποχρεώσεις;•
разница -ит в том... η διαφορά συνίσταται στο...
2. είμαι μέλος•состоять в профсоюзе είμαι μέλος του συνδικάτου.
|| είμαι, διατελώ, υπηρετώ•состоять на службе είμαι στην υπηρεσία, υπηρετώ.
|| διατελώ σε μια κατάσταση•состоять в браке είμαι παντρεμένος, έγγαμος•
состоять под суд είμαι υπόδικος, έχω•
переписке έχω αλληλογραφία•
состоять в дружбе έχω φιλία.
γίνομαι, διεξάγομαι, πραγματοποιούμαι•лекция -ится завтра η διάλεξη θα γίνει αύριο.
-
54 тянуть
тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.δ.1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•
тянуть за руку τραβώ από το χέρι.
2. τεντώνω• απλώνω•тянуть руку απλώνω το χέρι•
тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.
|| κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•
тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.
|| κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).3. μ. έλκω•пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•
трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.
|| κατευθύνομαι, πηγαίνω.4. κάνω βαριά δουλειά•одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.
|| διατρέφω•вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.
|| βοηθώ•тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.
5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.6. μ. παίρνω•тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•
тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.
|| μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•
тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.
7. προσελκύω•меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•
его -ет природа τον τραβάει η φύση.
8. τείνω, έχω τάση•-ет ко сну νυστάζω•
тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.
9. βγάζω•тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•
тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•
тянуть жребий τραβώ κλήρο.
10. αναρροφώ•насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.
|| πίνω• ρουφώ•тянуть вино τραβώ κρασί.
|| καπνίζω, φουμάρω•тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.
11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•тянуть деньги τραβώ χρήματα.
12. κλέβω. || πετώ•журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.
|| (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.14. φυσώ, πνέω•с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.
|| φέρω, παρασύρω•ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.
|| απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•-ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•
-ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•
-ет жаром έρχεται ζέστη.
15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.
|| συνεχίζω, εξακολουθώ•тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.
16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).17. είμαι βαρύς•ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.
|| βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•
18. σφίγγω, πιέζω•тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•
рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.
εκφρ.тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•тянуть за душу – κ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•резина -ется το λάστιχο τεντώνει•
кожа -ется το δέρμα τεντώνει.
|| εκτείνομαι•за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.
2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.
3. στρέφω, γυρίζω•цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.
4. με τραβάει, με ελκύει•тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.
5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
55 чувствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.μ.1. αισθάνομαι• νιώθω• καταλαβαίνω•чувствовать холод αι-αθάνομαι κρύο•
чувствовать голод αισθάνομαι πείνα•
г страх αισθάνομαι φόβο•
чувствовать усталости αισθάνομαι κούραση.
|| συναισθάνομαι, έχω συναίσθηση•чувствовать ответственность за что-л. έχω συναίσθηση της ευθύνης για κάτι.
2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω• διαισθάνομαι. || συναισθάνομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω•-свою вину αισθάνομαι το σφάλμα μου (την ενοχή μου).
|| προαισθάνομαι, προμαντεύω, προγιγνώσκω.3. καταλαβαίνω, έχω συνείδηση, συναίσθηση, επίγνωση•чувствовать свои недостатки γνωρίζω τις αδυναμίες μου.
4. (για υγεία) αισθάνομαι•сегодня я чувствую хорошо σήμερα αισθάνομαι καλά•
дедушка сейчас -ствует плохо ο παππούς τώρα αισθάνεται άσχημα.
εκφρ.чувствовать себя – αισθάνομαι τον εαυτό μου•как себя -вуй-те? – (για υγεία) πως αισθάνεστε τον εαυτό σας;•давать чувствовать кому – δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει (κάνω υπαινιγμό)•давать себя чувствовать – δίνω (κάνω) να με αισθανθεί, να με νιώσει(ενεργώντας, δρώντας πιο έντονα)•ног ή земли под собой не чувствовать – βλ. ίδια έκφραση στη λέξη•слышать.αισθάνομαι, γίνομαι αισθητός• φαίνομαι• διαφαίνομαι•в вопросах ре-бнка -ется любознательность στις ερωτήσεις του μικρού παιδιού φαίνεται η φιλομάθεια.
-
56 выгода
το όφελος, το κέρδος, το συμφέρονизвлекать - у έχω όφελος/κέρδοςиспользовать с - ой εκμεταλλεύομαι/χειρίζομαι με -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выгода
-
57 запас
1. (то, что запасено) το απόθεμαпополнять - συμπληρώνω/αναπληρώνω τα - ταмалые - ы μικρά - τα, ελάχιστα - ταнеизрасходованный - αχρησιμοποίητο -, μη χρησιμοποιημένο -неистощимые - ы ανεξάντλητα/αστείρευτα - ταнеисчерпаемые - ы см. неистощимые - ы2. (резерв) η εφεδρεία 3. (характеристика конструкции) η ανοχή, το επιτρεπόμενο όριο 4. текст. το γύρισμα 5. (слов) лингв. το λεξιλόγιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запас
-
58 право
1. (государственные нормы и правила, законы и постановления государства) το δικαίωμαбез - а передачи χωρίς δικαίωμα μεταβίβασης/μεταφοράςконосамент без - а передачи φορτωτική χωρίς το - μετάδο-σης/μεταφοράς2. юр. το δίκαιο 3. (возможность действовать, поступать каким-л. образом) το δικαίωμα, η απαίτησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > право
-
59 спрос
η ζήτησ/ηпользоваться малым - ом έχω μικρή/ελάχιστη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спрос
-
60 авторитет
авторитет м το κύρος, η αυθεντία; пользоваться \авторитетом έχω κύρος* * *мτο κύρος, η αυθεντίαпо́льзоваться авторите́том — έχω κύρος
См. также в других словарях:
ἔχω — check pres subj act 1st sg ἔχω check pres ind act 1st sg χόω throw imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — βλ. πίν. 154 (και ως απρόσ. έχει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
έχω — πρτ. είχα 1. κρατώ στα χέρια μου: Μην πλησιάζεις, έχω μαχαίρι. 2. διαθέτω, είμαι κάτοχος, ιδιοκτήτης: Έχω σπίτια. 3. σχετίζομαι, συγγενεύω, συνδέομαι: Έχω αδέρφια. 4. μτφ., αξίζω, κοστίζω: Πόσο έχουν οι ντομάτες; 5. θεωρώ, νομίζω: Τον είχα για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Οὐκ ἔχω πῶς ἐπαινέσω, ψέγειν δ’οὐ βούλομαι. — См. Чего хвалить не умеешь, того не хули … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
'χω — ἔχω , ἔχω check pres subj act 1st sg ἔχω , ἔχω check pres ind act 1st sg ἔχω , χόω throw imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅχω — ἔχω , ἔχω check pres subj act 1st sg ἔχω , ἔχω check pres ind act 1st sg ἔχω , χόω throw imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχόν — ἔχω check aor part act masc voc sg ἔχω check aor part act neut nom/voc/acc sg ἔχω check aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἔχω check aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχετον — ἔχω check pres imperat act 2nd dual ἔχω check pres ind act 3rd dual ἔχω check pres ind act 2nd dual ἔχω check imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχον — ἔχω check pres part act masc voc sg ἔχω check pres part act neut nom/voc/acc sg ἔχω check imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἔχω check imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέο — ἔχω check aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἔχω check aor imperat mid 2nd sg (ionic) ἔχω check aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σχάω slit open so as to let something escape pres imperat mp 2nd sg (epic ionic) σχάω slit… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)