Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

έχουμε+καιρό

  • 1 видеться

    видеться βλέπομαι, συναντιέμαι мы давно не \видетьсялись έχουμε καιρό να ιδοθούμε
    * * *
    βλέπομαι, συναντιέμαι

    мы давно́ не ви́детьсялись — έχουμε καιρό να ιδοθούμε

    Русско-греческий словарь > видеться

  • 2 ещё

    ещё в разн. знач. ακόμα, ακόμη \ещё раз άλλη μια φορά мы \ещё успеем... έχουμε καιρό ακόμη... я \ещё не готов δεν είμαι ακόμα έτοιμος \ещё нет όχι ακόμα \ещё вчера ακόμα και χτες дайте мне \ещё δώστε μου ακόμη ◇ \ещё бы! βέβαια!., αυτό έλειπε!
    * * *
    в разн. знач.
    ακόμα, ακόμη

    мы ещё успе́ем... — έχουμε καιρό ακόμη…

    я ещё не гото́в — δεν είμαι ακόμα έτοιμος

    ещё вчера́ — ακόμα και χτες

    да́йте мне ещё — δώστε μου ακόμη

    ••

    ещё бы! — βέβαια!, αυτό έλειπε!

    Русско-греческий словарь > ещё

  • 3 благо

    благ||о I
    с τό καλό[ν], τό ἀγαθό[ν]:
    \благоа жизни τά ἀγαθά τῆς ζωῆς; на \благо народа γιά τό καλό τοῦ λαού; ◊ ни за какие \благоа в мире σέ καμμιά περίπτωση, ποτέ, οὐδέποτε; всех благ! καλή τύχη!, ὅλα τά καλά!
    бла́го II
    союз ἀφοῦ, μια και:
    почитаем, бла́го есть время ἄς διαβάσουμε μιά καί ἐχουμε καιρό.

    Русско-новогреческий словарь > благо

  • 4 впереди

    впереди 1. нареч. 1) (ε)μπ— ρός, μπροστά станем \впереди ας σταθούμε μπρος 2) (в буду щем): у нас \впереди ещё есть время έχουμε ακόμα καιρό 2. предлог μπροστά \впереди нас μπροστά μας; \впереди всех μπροστά απ'όλους
    * * *
    1. нареч.
    1) (ε)μπρός, μπροστά

    ста́нем впереди́ — ας σταθούμε μπρος

    у нас впереди́ ещё есть вре́мя — έχουμε ακόμα καιρό

    2. предлог

    впереди́ нас — μπροστά μας

    впереди́ всех — μπροστά απ'όλους

    Русско-греческий словарь > впереди

  • 5 век

    век
    м
    1. (столетие) ὁ αἰώνας, ὁ αἰών. в девятнадцатом \веке στό δέκατο ἐνατο αίῶνα·
    2. (эпоха) ὁ αἰώνας, ἡ ἐποχή:
    золотой \век ὁ χρυσός αἰώνας, ὁ χρυσούς αἰών каменный \век ἡ λίθινη ἐποχἤ средние \века ὁ μεσαίωνας, οἱ μέσοι χρόνοι·
    3. (жизнь) разг ἡ ζωή:
    весь свой \век σ' ὅλη μου τή ζωή· на мой \век хватит ὀσο θά εἶμαι ζωντανός μοῦ φτάνει·
    4. (длительное время) разг ὁ πολύς καιρός:
    мы с тобой целый \век не видались ἐχουμε νά ἰδωθούμε χρόνια καί ζαμάνια· ◊ в кои-то веки разг ἐπί τέλους, ὕστερα ἀπό πολύ καιρό· на веки вечные γιά πάντα, στοός αίῶνες τῶν αίώνων· \век живи́, \век учись погов. γηράσκω ἀεί διδασκόμενος.

    Русско-новогреческий словарь > век

  • 6 не

    не I
    частица отриц. ὄχι / δέν, μή[ν] (с глаголом):
    я не хочу δέν θέλω· не знаю, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· там не было места ἐκεῖ δέν ὑπήρχε θέση· не говори́ ничего́ μήν πεϊς τίποτα· это совсем не τό αὐτό εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό· разве вы не читали статью в газете? μά δέν διαβάσατε τό ἀρθρο στήν ἐφημερίδα;· он не очень хороший человек δέν εἶναι καλός ἄνθρωπος' ее не узнать Εγινε ἀγνώριστη· им не уйти́ от ответа θά δώσουν λογο· не могу не согласиться δέν μπορώ νά μή συμφωνήσω· не хотите ли пойти́ в театр? θά θέλατε μήπως νά πᾶτε στό θέατρο;· кто не знает... ποιος δέν ξέρει...· как не помочь... πως νά μή βοηθήσει κανείς·
    2. в составе сложных союзов:
    не то разг εἰδεμή,. ἐν ἐναντία περιπτώσει· уходи́, не то плохо будет φύγε, είδεμή θά βρεις τό μπελά σου· не то... не то... ή... ή...· не то ехать не то нет νά πάω νά μήν πάω, δέν ξέρω νά φύγω ἡ νά μή φύγω· не кто нно́й как... αὐτός ὁ ἰδιος· не только, но и... ὄχι μόνον, ἀλλά καί...· ◊ ему не до развлечений δέν εἶναι γιά διασκεδάσεις· ему не до меня δέν ἔχει καιρό ν' ἀσχοληθεί μαζί μου· чуть не... παρά λίγο· едва не... σχεδόν не за что (в ответ на благодарность) παρακαλώ, τίποτε· не раз πολλές φορές, πολλάκις· ему́ было не по себе αἰσθανότανε τόν ἐαυτό του ἀσχημα· тем не менее κι ὀμως, πλήν ὀμως, παρ· ὀλα αὐτά.
    не II
    (отделяемая часть местоимений некого, нечего) δέν:
    не у кого спросить δέν ὑπάρχει κανένας νά ρωτήσουμε· не с кем поговорить δέν ὑπάρχει ἀνθρωπος νά μιλήσουμε μαζύ του· не к кому обратиться δέν ἔχω σέ ποιόν νά ἀποταν-θῶ· не о чем говорить δέν ἐχουμε τί νά ποῦμε· не на что жить δέν ἐχει τά προς τό ζήν.

    Русско-новогреческий словарь > не

См. также в других словарях:

  • αλώνισμα — αλώνισμα, το και αλωνισμός, ο ο χωρισμός των σπυριών των δημητριακών από τα στάχυα στο αλώνι: Άρχισε το αλώνισμα και δεν έχουμε καιρό για τίποτε άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»