-
1 τρεω
(aor. ἔτρέσα - эп. тж. τρέσσα)1) дрожать (от страха), быть в страхе Hom., Plat., Luc.τρέω μέ τελέσῃ Ἐρινύς Aesch. — боюсь, как бы Эриния не осуществила (проклятий Эдипа)
2) бежать в страхеἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Hom. — (эпейцы) разбежались кто куда;
ὅ τρέσας Hom., Her., Plut., Anth. — трус, дезертир3) страшиться, бояться, пугаться
См. также в других словарях:
τρέσας — (από το ρήμα τρέω, αόριστος έτρεσα, που σημαίνει τρέπομαι σε φυγή μπροστά στον εχθρό). Τ. είναι όποιος από δειλία τρέπεται σε φυγή σε ώρα μάχης. Τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν στη Σπάρτη για να δηλώσουν ανέντιμο άνθρωπο. Τον τρέσαντα δεν τον… … Dictionary of Greek
τρεσάς — (από το ρήμα τρέω, αόριστος έτρεσα, που σημαίνει τρέπομαι σε φυγή μπροστά στον εχθρό). Τ. είναι όποιος από δειλία τρέπεται σε φυγή σε ώρα μάχης. Τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν στη Σπάρτη για να δηλώσουν ανέντιμο άνθρωπο. Τον τρέσαντα δεν τον… … Dictionary of Greek