-
1 επλωσα
-
2 πλωω
(impf. πλῶον, fut. πλώσομαι, aor. ἔπλωσα и ἔπλων, part. aor. πλώς, pf. πέπλωκα, adj. verb. πλωτός) ион.-поэт. = πλέω См. πλεω I
См. также в других словарях:
ἔπλωσα — πλέω sail aor ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλώω — Α ιων. τ. πλέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. πλώω (< *πλώ[F]ω) ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας *pleu τού ρ. πλέω* (πρβλ. ῥέω: ῥώομαι) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. plavati «κολυμπώ», ενώ οι γερμανικές γλώσσες εμφανίζουν τ. με… … Dictionary of Greek