-
101 εντιμότατοι
-
102 ἐντιμότατοι
-
103 εντιμότατος
-
104 ἐντιμότατος
-
105 εντιμότερα
-
106 ἐντιμότερα
-
107 εντιμότεροι
-
108 ἐντιμότεροι
-
109 εντιμότερος
-
110 ἐντιμότερος
-
111 εντίμοις
-
112 ἐντίμοις
-
113 εντίμοισι
-
114 ἐντίμοισι
-
115 εντίμου
-
116 ἐντίμου
-
117 εντίμους
-
118 ἐντίμους
-
119 εντίμω
-
120 ἐντίμῳ
См. также в других словарях:
ἐντί — ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔντι — ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντι — εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντι — εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άνταμς, Έντι — (Eddy Adams, 1859 – 1935). Αμερικανός συγγραφέας. Καταγόταν από την Ιντιάνα των ΗΠΑ και έζησε ως καουμπόης στο Τέξας. Στα αυτοβιογραφικά του έργα περιγράφει με θαυμαστές λεπτομέρειες και εντυπωσιακή ενάργεια τη μεγάλη εποχή του λεγόμενου… … Dictionary of Greek
Κόχραν, Έντι — (Eddie Cochran, Άλμπερτ Λι, Μινεσότα 1938 – Λονδίνο 1960). Αμερικανός μουσικός. Ξεκίνησε τη σύντομη καριέρα του το 1954 σχηματίζοντας τους Cochran Brothers· το όνομά τους οφείλεται σε απλή συνωνυμία με τον Χανκ Κόχραν, τον κάντρι τραγουδιστή του… … Dictionary of Greek
Μέρφι, Εντι — (Eddie Murphy, Μπρούκλιν 1961 –). Αμερικανός κωμικός, παραγωγός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Το ταλέντο του αποκαλύφθηκε πολύ σύντομα, αφού μόλις σε ηλικία 15 ετών παρουσίαζε προγράμματα stand up comedy, μικρής διάρκειας, σε κέντρα νεότητας και … Dictionary of Greek
ἐντιμότερον — ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour adverbial comp ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour masc acc comp sg ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντίμων — ἐντί̱μων , ἔντιμος in honour masc/fem/neut gen pl ἐντιμάω value in imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐντιμάω value in imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ἐντί̱μων , ἐντιμάω value in imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐντί̱μων , ἐντιμάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.αντι — ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθ' — εντι , εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) εντι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)