-
81 пробыть
-буду, -будешь, παρλθ. χρ. пробыл-ла, -ло, προστκ. пробудь ρ.σ. διαμένω, ζω (για ένα χρον. διάστημα)•он пробыл у тши две недели αυτός έμεινε στη θεία δυο βδομάδες.
|| παραμένω, μένω, κάθομαι•он пробыл один месяц без работы αυτός έμεινε ένα μήνα χωρίς δουλειά.
-
82 проварить
-арю, -аришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваренный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ.1. βράζω καλά, εντελώς.2. (για μέταλλα) βράζω, συγκολλώ καλά.3. βράζω (για ένα χρον. διάστημα).βράζω καλά, εντελώς. || βράζω (για ένα χρον. διάστημα). -
83 проглотить
-лочу, -лотишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проглоченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. καταπίνω•проглотить лекарство καταπίνω το φάρμακο.
2. μτφ. πιστεύω αφελώς ή ανέχομαι κάτιαδιαμαρτύρητα: проглотить оскорбление ανέχομαι την προσβολή. || μτφ. συγκρατώ, δε φανερώνω, καταπνίγω•проглотить волнение δε φανερώνω την ταραχή.
3. μτφ. δεν εκφέρω•проглотить слово καταπίνω τη λέξη.
4. μτφ. καταβροχθίζω, διαβάζω γρήγορα.• я проглотитьил за вечер книгу για ένα βράδυ διάβασα ένα βιβλίο.εκφρ.проглотить язык – καταπίνω ή δαγκώνω τη γλώσσα (δέχομαι αδιαμαρτύρητα, το βουλώνω)•язык -тишь – να γλείφεις και τα δάχτυλα (από τη νοστιμάδα). -
84 прогудеть
ρ.σ.1. βλ. гудеть.2. ηχώ, σφυρίζω (για ένα χρον. διάστημα)•гудок -ел минуту η σειρήνα σφύριξε ένα λεπτό.
-
85 продержать
ρ.σ.μ.1. κρατώ (για ένα χρον. διάστημα)•полчаса он -ал ребнка на руках μισή ώρα αυτός κράτησε το παιδάκι στα χέρια•
его -ли два месяца в больнице τον κράτησαν δυο μήνες στο νοσοκομείο.
2. διατηρώ•она -ла письмо три месяца αυτή κράτησε το γράμμα τρεις μήνες.
κρατιέμαι•несколько минут он -лся на одной руке μερικά λεπτά αυτός κρατήθηκε με το ένα χέρι•
рота -лась до прибытия подкрепления ο λόχος κράτησε ώσπου να έρθει ενίσχυση.
|| διατηρούμαι•краска -лась ещё долго το χρώμα.κράτησε ακόμα πολύ (χρόνο).
|| παραμένω•корабль -лся на воде только час το καράβι παρέμεινε στην επιφάνεια μόνο μια ώρα.
-
86 прокопать
ρ.σ.μ.1. σκάβω• ανοίγω•прокопать канал ανοίγω διώρυγα.
2. διατρυπώ σκάβοντας•гору διατρυπώ το βουνό.
3. σκάβω (για ένα χρον. διάστημα)•прокопать целый день σκάβω όλη τη μέρα.
σκάβω•прокопать до воды σκάβω ώσπου να βρω νερό.
|| σκάβω (για ένα χρον. διάστημα). -
87 прокружить
ρ.σ.1. περπταμαι, φτερουγίζω.2. βλ. кружить (για ένα χρον. διάστημα).περιστρέφομαι (για ένα. χρον. διάστημα). -
88 пролечить
-лечу, -лечишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пролеченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. θεραπεύω (για ένα χρον, διάστημα), пролечить больного целый месяц θεραπεύω τον άρρωστο ολόκληρο μήνα.2. ξοδεύω για θεραπεία.θεραπεύομαι (για ένα χρον. διάστημα). -
89 промыть
ρ.σ.μ.1. ξεπλύνω• καθαρίζω•промыть рану ξεπλύνω την πληγή•
промыть глаз ξεπλύνω το μάτι•
промыть желудок ξεπλύνω το στομάχι•
промыть золотой песок ξεπλύνω τον χρυσοφόρο άμμο.
2. πλύνω (για ένα χρον. διάστημα).1. πλύνομαι• καθαρίζομαι.2. πλύνομαι (για ένα χρον. διάστημα). -
90 пронянчить
ρ.σ. περιποιούμαι, μεριμνώ (για ένα χρον. διάστημα).περιποιούμαι φροντίζω (για ένα χρον. διάστημα). -
91 пропалить
ρ.σ.μ. (απλ.)-καίω• τρυπώ με το κάψιμο•пропалить передник καίω την ποδιά.
|| καίω (για ένα χρον. διάστημα).ρ.σ. παλ.1. πυροβολώ.2. πυροβολώ (για ένα χρον. διάστημα). -
92 пропарить
ρ.σ.μ.1. ζεματίζω• κλιβανιζω.2. καθαρίζω με ατμό.3. ζεματίζω• καθαρίζω (για ένα χρον. διάστημα).ζεματίζομαι• κλιβανίζομαι (καθώς και για ένα χρον. διάστημα). -
93 пропасти
-
94 прописать
ρ.σ.μ.1. επιτρέπω τη διαμονή, δίνω άδεια διαμονής εγγράφω στο δημοτολόγιο.2. ορίζω, καθορίζω, δίνω (φάρμακο για θεραπεία)•прописать хину δίνω κινίνο.
3. γράφω (για ένα χρον. διάστημα)•я -ал до света έγραψα ώσπου έφεξε (ως το πρωί).
4. σκιτσάρω, σκιαγραφώ.5. (απλ.) γράφω στην επιστολή.6. (απλ.) τυπώνω.7. τιμωρώ, δέρνω, τις βρέχω•смотри тебе за это -ут πρόσεξε, γι αυτό θα τις φας απ αυτούς.
εγγράφομαι στο δημοτολόγιο, παίρνω άδεια διαμονής (σε ενα μέρος). -
95 прорубить
ρ.σ.μ.1. διατρυπώ με κοφτερό εργαλείο•прорубить стену ανοίγω τρύπα στον τοίχο•
прорубить окно ανοίγω παράθυρο•
прорубить проруб ανοίγω τρύπα στον πάγο, τρυπώ τον πάγο.
2. ανοίγω πέρασμα, δίοδο•прорубить просеку ανοίγω πέρασμα.
3. κόβω (για ένα χρον. διάστημα).1. ανοίγω δρόμο, δίοδο, πέρασμα.2. μάχομαι, δι-αξιφίζομαι (για ένα χρον. διάστημα)•прорубить с врагом целый день πελεκιέμαι με τον εχθρό όλη τη μέρα.
-
96 прособирать
ρ.σ.μ. μαζεύω, συλλέγω (για ένα χρον. διάστημα).ετοιμάζομαι (για ένα χρον. διάστημα). -
97 протаскать
ρ.σ.μ.1. μεταφέρω, κουβαλώ (για ένα χρον. διάστημα).2. (απλ.) φορώ•протаскать костюм два года φορώ το κοστούμι δυο χρόνια.
(απλ.) γυροβολώ, γυροφέρνω, περιφέρο-άσκοπα. || φοριέμαι (για ένα χρον. διάστημα). -
98 протаять
-аетρ.σ. λιώνω, τήκω•снег -ял до земли το χιόνι, έλιωσε ως το χώμα.
|| λιώνω (για ένα χρον. διάστημα)•снвг -ял с месяц, το χιόνι έκανε να λιώσει ένα μήνα.
-
99 протопить
ρ.σ.μ.1. ανάβω• καίω•протопить печку ещё раз ανάβω τη θερμάστρα ακόμα μια φορά.
2. καίω (για ένα χρον. διάστημα).1. ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι κανονικά.2. σβήνω, παύω να καίω, να θερμαίνω.ρ.σ.μ.λιώνω, τήκω•протопить сало λιώνω το λίπος.
|| λιώνω (για ένα χρον. διάστημα). -
100 проучить
-учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. τιμωρώ, μαθαίνω, δείχνω, συμμορφώνω•я его -чу θα του δείξω εγώ, θα τον•μάθω εγώ, θα τον συμμορφώσω εγώ.
2. μαθαίνω (για ένα χρον. διάστημα)•проучить уроки весь вечер μελετώ τα μαθήματα όλο το βράδυ.
μαθαίνω, σπουδάζω1 (για ένα χρον. διάστημα)•он -йлсявшко-ле шесть лет αυτός πήγε στο σχολείο έξι χρόνια.
См. также в других словарях:
.ένα — ἕνα , ἕνος belonging to the former of two periods neut nom/voc/acc pl ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc/acc dual ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc sg (doric aeolic) ἕνα , εἷς sem masc acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνα — ἔνᾱ , νάω flow imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένα — (Enna). Πόλη (29.100 κάτ. το 2001) της Ιταλίας στην κεντρική Σικελία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.562 τ. χλμ., 177.291 κάτ.). Είναι χτισμένη στις πλαγιές των ορέων Ερέι. Αποτελεί αγορά γεωργικών προϊόντων, ενώ προσελκύει και πολλούς… … Dictionary of Greek
ἕνα — ἕνος belonging to the former of two periods neut nom/voc/acc pl ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc/acc dual ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc sg (doric aeolic) εἷς sem masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔνα... ἀλλά λέοντα. — ἔνα... ἀλλά λέοντα. См. Редко, да метко … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ένα — το ουδ. του αριθμού ένας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑνά — ἑνάς unit fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκάδας — Ένα από τα ομορφότερα μικρά αρχαιολογικά μουσεία της Ελλάδας λειτουργεί από το 1999 στο νεόδμητο κτίριο του Πολιτιστικού Κέντρου της Λευκάδας. Μπορεί τα ευρήματα της συλλογής του να μην είναι από τα σπουδαιότερα της ελληνικής αρχαιότητας, είναι… … Dictionary of Greek
ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… … Dictionary of Greek
πολλαπλό — Ένα σημείο Μ, μιας καμπύλης Κ, λέμε ότι είναι πολλαπλό της σημείο με πολλαπλότητα ν (= 2, 3,...), συντόμως: ν πλο, εάν (και μόνον) κατά τη διαγραφή της Κ από ένα σημείο συμβαίνει το σημείο αυτό να περνά ν φορές από τη θέση Μ. Στην περίπτωση που η … Dictionary of Greek