-
1 tecrübeli
έμπειρος, πεπειραμένος -
2 Expert
subs.——————adj.Expert in: P. and V. ἔμπειρος (gen.), ἐπιστήμων (gen.); see experienced in.Clever in: P. and V. δεινός (infin.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Expert
-
3 опытный
опытный 1) (знающий) έμπειρος, πεπειραμένος 2) (экспериментальный) πειραματικός, δοκιμαστικός* * *1) ( знающий) έμπειρος, πεπειραμένος2) ( экспериментальный) πειραματικός, δοκιμαστικός -
4 умелый
-
5 Experienced
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Experienced
-
6 Practised
adj.Skilled: P. and V. ἔμπειρος, ἐπιστήμων, V. τρίβων.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Practised
-
7 Proficient
adj.P. and V. δεινός, σοφός. ἐπιστήμων, ἔμπειρος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Proficient
-
8 Skilled
adj.Qualified: P. γεγυμνασμένος.Skilled in: ἐπιστήμων (gen.), ἔμπειρος (gen.), ἐντριβής (dat.). Ar. and V. τρίβων (acc. or gen.). V. ἴδρις (gen.); see Versed (Versed in).Skilled in speaking: P. and V. δεινὸς λέγειν, V. μουσικὸς λέγειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Skilled
-
9 опытный
1. (имеющий практику в каком-л. деле) πεπειραμένος 2 (обладающий опытом, знаниями, навыками) έμπειρος 3. (предназначенный для ведения опытов) πειραματικός, δοκιμαστικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опытный
-
10 специалист
ο ειδικ/όςο επαγγελματίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > специалист
-
11 знающий
знающий1. прич. от знать Г2. прил καπάτσος/ Εμπειρος (опытный):он \знающий человек εἶναι ἄνθρωπος πού ξέρει. -
12 искушенный
искуш||енный1. прич. от искушать·2. прил πεπειραμένος, Εμπειρος. -
13 матерый
матерыйприл разг1. τρανός, μεγάλος:\матерый волк τρανός λύκος· \матерый дуб μεγάλη βαλανιδιά·2. (опытный) πεπειραμένος, ἔμπειρος·3. (отъявленный) βαμμένος, ἀσπονδος:\матерый враг ἄσπονδος ἐχθρός. -
14 опытный
опыт||ныйприл1. (о человеке) Εμπειρος, πεπειραμένος:\опытныйный врач ὁ πεπειραμένος γιατρός·2. (служащий для производства опытов) πειραματικός:\опытныйная установка ἡ πειραματική ἐγκατάστασις, ἡ πειραματική συσκευή· \опытныйная лаборатория τό πειραματικό ἐργαστήριο· \опытныйное по́ле τό πειραματικό χωράφι. -
15 осведомленный
осведом||ленный1. прич. от осведомить·2. прил (знающий) ἐμπειρος, ἐΐ-δήμων, πεπειραμένος. -
16 сведущий
сведущ||ийприл γνώστης, Εμπειρος, είδήμων:\сведущийие лица οἱ ἐμπειρογνώμονες. -
17 тонко
тонконареч1. λεπτά, ψιλα:\тонко очиненный карандаш τό καλοξυσμένο μολύβι· \тонко нарезанный ψιλοκομμένος· \тонко смолотый ψιλοκοπανισμένος·2. перен (утонченно) λεπτά, Εντεχνα, ἐπιδέξια:\тонко разбираться в чем-л. εἶμαι Εμπειρος (или βαθύς γνώστης) σέ κάτι. -
18 умелый
умелыйприл Ικανός, ἄξιος, ἐπιδέξιος/ εμπειρος (опытный). -
19 умудренный
умудренныйприл πεπειραμένος:\умудренный опытом ἔμπειρος, διδαγμένος ἀπ ' τήν πείρα. -
20 experienced
adjective (having gained knowledge from experience; skilled: an experienced mountaineer.) έμπειρος,πεπειραμένος
См. также в других словарях:
ἔμπειρος — experienced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπειρος — η, ο (AM ἔμπειρος, ον) αυτός που έχει αποκτήσει πείρα σε τέχνη, επιστήμη κ.λπ. («έμπειρος γιατρός», «θαλάσσης ἐμπειρότατοί εἰσι», Θουκ.) αρχ. μσν. (το ουσ. ως ουδ.) τὸ ἔμπειρον η εμπειρία, η πείρα που έχει αποκτηθεί αρχ. 1. ο ειδικός, ο… … Dictionary of Greek
έμπειρος — η, ο που έχει πείρα σε κάτι, που έχει μεγάλη πείρα, πεπειραμένος, εξασκημένος: Έμπειρος χειρουργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμπειρότερον — ἔμπειρος experienced adverbial comp ἔμπειρος experienced masc acc comp sg ἔμπειρος experienced neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειροτάτων — ἔμπειρος experienced fem gen superl pl ἔμπειρος experienced masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειροτέρων — ἔμπειρος experienced fem gen comp pl ἔμπειρος experienced masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρότατα — ἔμπειρος experienced adverbial superl ἔμπειρος experienced neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρότατον — ἔμπειρος experienced masc acc superl sg ἔμπειρος experienced neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπείρω — ἔμπειρος experienced masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔμπειρος experienced masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπείρως — ἔμπειρος experienced adverbial ἔμπειρος experienced masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπειρον — ἔμπειρος experienced masc/fem acc sg ἔμπειρος experienced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)