-
1 κτεινω
(fut. κτενῶ - эп.-ион. κτανέω и κτενέω, aor. 1 ἔκτεινα, aor. 2 ἔκτᾰνον, pf. ἔκτονα - Diod. ἔκταγκα; pass.: aor. ἐκτάνθην, pf. ἔκταμαι, part. aor. κτανθείς; в качестве pass. aor. и pf. употр., однако, преимущ. формы от θνῄσκω и ἀποθνῄσκω)1) убивать, умерщвлять(τινὰ δόλῳ, κύνα Hom.)
ὅ κτανών Aesch. — убийца2) казнить(κ. ἢ φυγαδεύειν ἢ ὀστρακίζειν τινά Arst.)
См. также в других словарях:
ἔκτανον — κτείνω kill aor ind act 3rd pl κτείνω kill aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'κτανον — ἔκτανον , κτείνω kill aor ind act 3rd pl ἔκτανον , κτείνω kill aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HERCULES — I. HERCULES Fil. Uberti March. Ep. Augustae, a consiliis Carolo III. Sabaudiae Duci Obiit A. C. 1515. Ughel. T. IV. Ital. sacr. Franciscus August. in Hist. Chron. Ep. Pedemon. II. HERCULES ita vett. pro more solito fortes fere appellarunt. Sic… … Hofmann J. Lexicon universale
άκταντος — ἄκταντος, ον (Μ) αφόνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἔκτανον < κτείνω] … Dictionary of Greek
δαϊκτάμενος — δαϊκτάμενος, η, ον (Α) ο σκοτωμένος στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐ, επικός τ. δοτικής τής λ. δαΐς(Ι)* «πόλεμος, μάχη» + (μτχ.) κτάμενος, τού αορ. έκτανον του ρ. κτείνω «σκοτώνω» (πρβλ. αρηϊκτάμενος)] … Dictionary of Greek
κτείνω — (AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω) (για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῡσον]», Αρετ.) αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και … Dictionary of Greek
ρινός — ἡ και ὁ, Α 1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.) 2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ ἀπ ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.) 3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ. β … Dictionary of Greek