-
41 ἐπι-θάνατος
ἐπι-θάνατος, 1) dem Tode nahe, todtkrank, Dem. 50, 60; – adv., ἐπιϑανάτως ἔχειν, Poll. 3, 106. – 2) dem Tode nahe bringend, tödtlich, Theophr., φάρμακον Poll. 5, 132.
-
42 ἑτοιμο-θάνατος
ἑτοιμο-θάνατος, zum Tode bereit, Strab. XV, 1 p. 713; K. S.
-
43 ἰσο-θάνατος
ἰσο-θάνατος, Soph. frg. 329, von Poll. 6, 174 ohne Erkl. angeführt.
-
44 ἰδιο-θάνατος
ἰδιο-θάνατος, ὁ, der eigene Tod, Sp.
-
45 Θανάτω
Θάνατοςdeath: masc nom /voc /acc dualΘάνατοςdeath: masc gen sg (doric aeolic)——————Θάνατοςdeath: masc dat sg -
46 θανάτω
θάνατοςdeath: masc nom /voc /acc dualθάνατοςdeath: masc gen sg (doric aeolic)θανατόωput to death: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)θανατόωput to death: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————θάνατοςdeath: masc dat sg -
47 Θανάτοιν
Θάνατοςdeath: masc gen /dat dual -
48 Θανάτοιο
Θάνατοςdeath: masc gen sg (epic) -
49 Θανάτοις
Θάνατοςdeath: masc dat pl -
50 Θανάτοισι
Θάνατοςdeath: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
51 Θανάτοισιν
Θάνατοςdeath: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
52 Θανάτου
Θάνατοςdeath: masc gen sg -
53 Θανάτους
Θάνατοςdeath: masc acc pl -
54 Θανάτων
Θάνατοςdeath: masc gen pl -
55 Θάνατε
Θάνατοςdeath: masc voc sg -
56 Θάνατοι
Θάνατοςdeath: masc nom /voc pl -
57 Θάνατον
Θάνατοςdeath: masc acc sg -
58 θανάτοιν
θάνατοςdeath: masc gen /dat dual -
59 θανάτοιο
θάνατοςdeath: masc gen sg (epic) -
60 θανάτοις
θάνατοςdeath: masc dat pl
См. также в других словарях:
Θάνατος — death masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — death masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
θάνατος — ο 1. κατάσταση ενός οργανικού όντος όταν σταματούν όλες οι λειτουργίες του: Φυσιολογικός θάνατος. – Βίαιος θάνατος. – Βρήκε ένδοξο θάνατο. 2. χαρακτηρισμός γεγονότος πολύ θλιβερού: Η αποτυχία του γιου του ήταν γι αυτόν θάνατος. 3. νέκρωση:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θάνατος κύνειος. — См. Собаке собачья смерть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δὶς κράμβη ϑάνατος. — δὶς κράμβη ϑάνατος. См. Пета бяху стара песня! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αιφνίδιος θάνατος — Ο απρόοπτος και σύντομος θάνατος που οφείλεται σε κάποια άγνωστη φαινομενικά, εσωτερική παθολογική ή φυσιολογική αιτία. Το ποσοστό των α.θ. στο σύνολο των θανάτων είναι σχετικά μικρό. Από πλευράς φύλου περισσότερο ευπρόσβλητο είναι το αντρικό,… … Dictionary of Greek
Κυνικὸς θάνατος. Παρόσον οἱ κύνες οὐ θαπτονται. — См. Собаке собачья смерть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ТАНАТОС — • Θάνατος, Mors, олицетворение смерти. У Гомера бог смерти не имеет еще определенной формы. Чаще всего смерть называется θάνατος; к этому названию иногда прибавляются определения, так, напр., для выражения смерти как естественного… … Реальный словарь классических древностей
Θανάτω — Θάνατος death masc nom/voc/acc dual Θάνατος death masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανάτω — θάνατος death masc nom/voc/acc dual θάνατος death masc gen sg (doric aeolic) θανατόω put to death pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) θανατόω put to death imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)