-
41 ἀπείκασμα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 13,10representation, likenessCf. GILBERT 1973, 83 -
42 ἀπόβλημα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-2=2 Wis 13,12.13anything cast away, refuse; neol.Cf. LARCHER 1985 779 -
43 ἀπόδομα
-ατος τό N 3 5-0-0-0-0=5 Nm8,11.13.16.19.21gift, offering; neol. -
44 ἀποκάλυμμα
-ατος τό N 3 0-1-0-0-0=1 JgsB 5,2uncovering (of the head); neol.Cf. HARLÉ 1999, 110-111; →LSJ Suppl; LSJ RSuppl -
45 ἀπόκλεισμα
-ατος τό N 3 0-0-1-0-0=1 Jer 36(29),26guardhouse, jail; neol. -
46 ἀπολόγημα
-ατος τό N 3 0-0-1-0-0=1 Jer 20,12 -
47 ἀπόπτωμα
-ατος τό N 3 0-2-0-0-0=2 JgsB 20,6.10error; neol.? -
48 ἀπόσπασμα
-ατος τό N 3 0-0-1-1-0=2 Jer 26(46),20; Lam 4,7a piece, that which is torn off Lam 4,7*Jer 26(46),20 ἀπόσπασμα avulsion, destruction-קרע for MT קרץ biting or stinging insectCf. ALBREKTSON 1963, 182 -
49 ἀποσφράγισμα
-ατος τό N 3 0-0-2-0-0=2 Jer 22,24; Ez 28,12seal, signet, signet ring; neol.? -
50 ἀποτίναγμα
-ατος τό N 2 0-1-0-0-0=1 JgsA 16,9tow, cord; neol.Cf. WALTERS 1973, 296 -
51 ἀπόφθεγμα
-ατος V 1-0-1-0-1=3 Dt 32,2; Ez 13,19; Od 2,2saying, prophecy Ez 13,19; hymn Dt 32,2 -
52 ἅρμα
-ατος + τό N 3 15-110-37-6-17=185 Gn 41,43; 46,29; 50,9; Ex 14,6.7chariot Gn 41,43; (metaph.) 2 Kgs 13,14; yoked chariot Zech 6,2; team, chariot horses Gn 46,29*Hos 10,13 ἐν τοῖς ἅρμασί σου in your chariots-ך/רכבי/ב for MT ך/דרכ/ב in your way -
53 ἅρπαγμα
-ατος τό N 3 1-0-13-2-2=18 Lv 5,23; Is 42,22; 61,8; Ez 18,7.12booty, prey, spoil -
54 ἀρρώστημα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-5=5 Sir 10,10; 30,17; 31,2.22; 38,9illness, sickness, disease -
55 ἄρωμα
-ατος + τό N 3 0-8-0-8-1=17 2 Kgs 20,13; 1 Chr 9,29.30; 2 Chr 9,1.9spice, aromatic herb (stereotypical rendition of םשׁב, balsam) -
56 ἀσέβημα
-ατος ὁ N 3 2-0-0-2-0=4 Lv 18,17; Dt 9,27; Lam 1,14; 4,22impious or profane act, sin -
57 ἄσθμα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 11,18breath, vapour -
58 ᾆσμα
-ατος + τό N 3 1-0-4-9-2=16 Nm 21,17; Is 5,1; 23,15.16; 26,1 -
59 αὔγασμα
-ατος τό N 3 2-0-0-0-1=3 Lv 13,38.39; Sir 43,11bright (white) spot (on the skin) Lv 13,38; brightness Sir 43,11; neol. -
60 ἀφαίρεμα
-ατος τό N 3 37-0-2-0-0=39 Ex 29,27.28(ter); 35,5share or portion taken away as the choice part (for sacrifice or con-secration); neol.Cf. HARLÉ 1988, 42; LE BOULLUEC 1989, 250
См. также в других словарях:
.άτος — ἄτος , ἆτος insatiate masc/fem nom sg ἔτος , ἔτος year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτος — ἆτος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ατός — ή, ό (ατός μου, ατή μου, ατός σου, ατό του...) αυτός ο ίδιος, μόνος του («ατός μου το θαμάζω», «ήρθε ατός του ο βασιλιάς», «ατή της εγκρεμίστηκε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ατός ανάγεται στην αυτοπαθή αντωνυμία εᾱτού αντί εᾱυτού. Η γεν. εαυτού καθώς και η δοτ … Dictionary of Greek
ἆτος — ἆ̱τος , ἄατος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαδαρόμ(μ)ατος — κλαδαρόμ(μ)ατος, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει τα μάτια θολά από ερωτική συγκίνηση 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) oἱ κλαδαρόμ(μ)ατοι «εὔσειστοι τὰ ὄμματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος, ευαίσθητος» + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. γλαυκ όμματος, πολυ … Dictionary of Greek
τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ … Dictionary of Greek
χαλκόκρας — ατος, και χαλκοκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ, Α 1. αναμεμιγμένος με χαλκό 2. χαλκοκορυστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κρας (< θ. κρα τού κεράννυμι* «αναμιγνύω»), πρβλ. μελί κρας / μελι κράς] … Dictionary of Greek
ἄτον — ἆτος insatiate masc/fem acc sg ἆτος insatiate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροποίκιλμα — ( ατος), το το κέντημα, το φεστόνι στις άκρες υφάσματος ή ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ποίκιλμα] … Dictionary of Greek
ανοιγόκλεισμα — ( ατος), το 1. το ανοιγοκλείσιμο* 2. η απότομη μεταβολή του καιρού [«αυτά τα’ ανοιγοκλείσματα / φέρν’νε και ξεστανίσματα» παροιμ. αυτές οι αλλαγές του καιρού καταστρέφουν τελείως τα κοπάδια] … Dictionary of Greek