-
21 озорной
[αζαρνόϊ] επ άτακτος -
22 проказник
[πρακάζνικ] ουσ α άτακτος -
23 шаловливый
[σαλαβλίβυϊ] επ άτακτος -
24 баловник
-а α. –ца, -не.1. άτακτος.2. ο παραχαϊδεύων, ο κακοσυνηθίζων. -
25 баловной
επ. (απλ.)1. άτακτος.2. βλ. балованный (2 σημ.). -
26 безалаберный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно;ακατάστατος, άτακτος, ανάκατος. -
27 беспорядочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноακατάστατος, άτακτος, ρέμπελος. -
28 ненормальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;1. ανώμαλος, μη κανον ικός έκρυθμος άτακτος, ακανόνιστος•-ое положение вещей ανώμαλη κατάσταση πραγμάτων•
-ая температура μη κανονική θερμοκρασία.
2. επ. κ. ουσ. φρενοβλαβής, ανισόρροπος. -
29 непутёвый
επ. (απλ.) ελαφρόμυαλος• παραστρατημένος, ανήθικος• έκλυτος•непутёвый парень παραστρατημένος νέος•
-ая жизнь έκλυτη ζωή.
|| ανόητος• ασυνάρτητος• άτακτος, ακατάστατος. -
30 нерегулярный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.άτακτος, ακατάστατος ακανόνιστός ανώμαλος•-ое движение поездов ακανόνιστη κίνηση των τραίνων•
-ое войско άτακτο στράτευμα.
-
31 нестройный
επ., βρ: -оен, -оина, -ойно.1. άκομψος, αφιλοτέχνητος•-ая фигура άκομψη φιγούρα.
|| άτακτος, ακανόν ιστός,.ακατάστατος, ρέμπελος•-ая толпа ανάκατο πλήθος•
-ое войско ρέμπελο ασκέρι•
-ые ряды αζύγιστες ή αστοιχιστες γραμμές.
2. παράφωνος, αναρμό-νιστός ανάκατος, συγκεχυμένος•нестройный шум συγκεχυμένος θόρυβος.
-
32 озорной
επ.άτακτος, ζαβολιάρικος,,σκανταλιάρικος. -
33 проказливый
επ., βρ: -лив, -а, -оάτακτος, απείθαρχος• ζωηρός• σκανταλιάρης, -ικος. -
34 проказник
-а α.-ца, -ы θ.άτακτος, -η, απείθαρχος• ζωηρός• ταραχοποιός• σκανταλιάρης. -
35 прокурат
-а α. παλ.ταραξίας, ταραχοποιός άτακτος. || απατεώνας, κατεργάρης. -
36 разбаловать
ρ.σ.μ. παραχαϊδεύω, χαλνώ, διαπαιδαγωγώ άσχημα.1. γίνομαι άτακτος.2. ατακτώ.3. απειθαρχώ• δεν υπακούω. -
37 разболтанный
επ. από μτχ.άτακτος• απείθαρχος. -
38 разбросанный
επ. από μτχ.1. (δια)σκορπισμένος, σκόρπιος, -ιστός; σποραδικός.2. (για σκέψεις)• σκόρπιος, άτακτος, χαώδης.3. μτφ. πολυάσχολος πολυπράγμονας• πολυτεχνίτης. -
39 самовольный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; αυθαίρετος, αυταρχικός• απείθαρχος, άτακτος•самовольный уход αυθαίρετη φυγή•
-ая отлучка αυθαίρετη απουσία•
-ые дети απείθαρχα παιδιά.
-
40 фартовый
επ. (απλ.) βλ. удачливый. || εξαιρετικός, υπέροχος. || άτακτος• κακός, μοχθηρός.
См. также в других словарях:
άτακτος — άτακτος, η, ο και άταχτος, η, ο επίρρ. α 1. ο χωρίς τάξη, ο ακατάστατος, ο ανώμαλος: Η φοίτησή του στο σχολείο είναι άτακτη. 2. αυτός που δεν κρατά την τάξη που πρέπει, απειθάρχητος: Είναι πολύ άταχτος μαθητής. 3. αυτός που δεν ανήκει στον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄτακτος — not in battle order masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτακτος — και άταχτος, η, ο (AM ἄτακτος, ον) [τάσσω] 1. ακατάστατος, χωρίς τάξη 2. απειθάρχητος μσν. νεοελλ. 1. αναιδής, θρασύς 2. απρεπής νεοελλ. 1. ζωηρός, ανήσυχος 2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό 3 … Dictionary of Greek
ἀτακτότερον — ἄτακτος not in battle order adverbial comp ἄτακτος not in battle order masc acc comp sg ἄτακτος not in battle order neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιβουζούκος — Άτακτος Τούρκος στρατιώτης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε τον 19o αι. και προέρχεται από τη σύνθεση δύο τούρκικων λέξεων: μπας (κεφάλι) και μποζούκ (χαλασμένος). Το 1877 οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν σώματα β. για να καταστείλουν τη βουλγαρική εξέγερση και… … Dictionary of Greek
ζεϊμπέκης — Άτακτος στρατιώτης ή χωροφύλακας στην Τουρκία του 19ου αι., που πιθανολογείται ότι προερχόταν από εξισλαμισμένους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Οι ζ. ήταν απόγονοι των Θρακών, από τους οποίους είχαν διατηρήσει πολλά χαρακτηριστικά, και αποτελούσαν… … Dictionary of Greek
ἀτακτοτέρων — ἄτακτος not in battle order fem gen comp pl ἄτακτος not in battle order masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτακτότατα — ἄτακτος not in battle order adverbial superl ἄτακτος not in battle order neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτακτότατον — ἄτακτος not in battle order masc acc superl sg ἄτακτος not in battle order neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτάκτω — ἄτακτος not in battle order masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄτακτος not in battle order masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτάκτως — ἄτακτος not in battle order adverbial ἄτακτος not in battle order masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)