-
1 ασπρ(ε)ιδερός
η, ό беловатый, белёсый -
2 ασπρ(ε)ιδερός
η, ό беловатый, белёсый
См. также в других словарях:
θαμπάδα — η 1. έλλειψη στιλπνότητας, θάμπωμα 2. το αμυδρό φως τής αυγής ή τού δειλινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κατάλ. άδα* (πρβλ. ασπρ άδα, ζαλ άδα, κοιλ άδα)] … Dictionary of Greek
ισάδι — ἰσάδι, τὸ (Μ) ίσιωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος + παραγ. κατάλ. άδι* (πρβλ. ασπρ άδι, γλυκ άδι)] … Dictionary of Greek
κοκκινάδι — το (Μ κοκκινάδι) 1. κόκκινο σημάδι, κοκκινίλα 2. καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο χρώμα, κυρίως στα χείλια και στα μάγουλα τών γυναικών νεοελλ. το φυσικό ερυθρό χρώμα που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη τού σώματος ή το κόκκινο χρώμα… … Dictionary of Greek
μαυρειδερός — και μαυριδερός, ή, ό (Μ μαυριδερός, ή, όν) μελαχρινός, με σκούρο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + κατάλ. ειδερός (< ειδής*). Η κατάλ. ιδερός είναι άλλη μορφή τής κατάλ. ειδερός, που είναι η ορθή (πρβλ. ασπρ ιδερός)] … Dictionary of Greek
ξεράδι — το ξερό κλαδί δένδρου ή φυτού, ξερόκλαδο 2. φρύγανο 3. (σε φράσεις που δηλώνουν περιφρόνηση) το πόδι, το χέρι, (α. «μη σηκώνεις το ξεράδι σου» β. «πάρε από τη μέση τα ξεράδια σου») 4. (στον πληθ. ως επίρρ. σε φράσεις που χρησιμοποιούνται… … Dictionary of Greek
πρωιμάδι — το, Ν καρπός ή λαχανικό το οποίο παράχθηκε πριν από τη συνήθη εποχή, πρώιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρώιμος + κατάλ. άδι (πρβλ. ασπρ άδι, γλυκ άδι)] … Dictionary of Greek
σκαρτάδα — η, Ν 1. το να είναι κάτι σκάρτο, άχρηστο 2. σύνολο από άχρηστα πράγματα, σκαρταδούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάρτος + κατάλ. άδα (πρβλ. ασπρ άδα)] … Dictionary of Greek
σμιγάδι — και σμιγάρι, το, Ν ο σμιγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σμιγάδι < σμιγός + κατάλ. άδι (πρβλ. ασπρ άδι), ενώ ο τ. σμιγάρι < σμιγός + κατάλ. αρι (πρβλ. βλαστ άρι)] … Dictionary of Greek
στρογγυλάδα — η, Ν η ιδιότητα τού στρογγυλού, στρογγυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγυλός + κατάλ. άδα (πρβλ. ασπρ άδα)] … Dictionary of Greek
στυφάδα — η, Ν (για τροφή) η ιδιότητα τού στυφού, στυφή γεύση («τα λεμόνια έχουν κάποια στυφάδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στυφός + κατάλ. άδα (πρβλ. ασπρ άδα)] … Dictionary of Greek
τρανάδα — η, Ν η ιδιότητα τού τρανού, μεγαλοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρανός + κατάλ. άδα (πρβλ. ασπρ άδα)] … Dictionary of Greek