-
121 ηπιοχειρ
-
122 θελγεσιμυθος
-
123 θελξιφρων
2, gen. ονος очаровывающий сознание, насылающий чары(θελξίφρονες θνατοῖσιν ἔρωτες Eur.; Ἀπόλλων Anth.)
-
124 Θουριον
τό Турий1) гора близ Херонеи в Беотии - с храмом в честь Аполлона - Ἀπόλλων Θούριος Plut.3) Polyb. = Θύριον См. Θυριον -
125 ιαφετης
-
126 ιηπαιηων
-
127 ικανος
эол. ἴκᾰνος 31) достаточный (достаточно многочисленный, достаточно сильный и т.п.)(εἴς τι Her., Xen., πρός и ἐπί τι Plat. и κατά τι Polyb.)
πλοῖα ἱκανά (ἀριθμῷ) Xen. — суда в достаточном количестве;(ἄνδρες) ἱκανοὴ τὰς ἀκροπόλεις φυλάττειν Xen. — люди, которых достаточно для охраны городских крепостей;οὐκ εἶχον ἱκανὰς (sc. χιμαίρας) εὑρεῖν Xen. — (афиняне) не смогли найти достаточного количества коз (для жертвоприношения);ἥ χώρα ἱκανέ τρέφειν Plat. — страна, могущая достаточно прокормить;ἱ. γνώμην Her. — достаточно умный;ἱ. τέν ἰατρικήν Her. — достаточно сведущий в медицине;ἱ. ἐμπειρίᾳ καὴ ἡλικίᾳ Plat. — вполне опытный и зрелый;ἱ. τὸ εἶδος Plut. — довольно красивый;ἱκανέ μαρτυρία Plat. и ἱκανὸν τεκμήριον Arst. — достаточное (= надежное) свидетельство;ἑφ΄ ἱκανόν Polyb. — достаточно, довольно или немало;τὰ ἱκανά Isocr. — достаточные средства, необходимые условия;ἐπηρώτα αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς NT. — он задавал ему много вопросов;λαβεῖν τὸ ἱκανὸν παρά τινος NT. — получив достаточные доказательства от кого-л.2) (при)годный, подходящий или способный, умелый, тж. знающий, компетентныйἱ. πολεμεῖν Xen. — способный воевать;
τινὰ ἱκανὸν κρίνειν συνεργὸν εἶναι Xen. — считать кого-л. способным исполнить (что-л.);ἱ. τεκμηριῶσαι Thuc. — способный убедить, убедительный, т.е. достоверный;ἱκανῷ λόγῳ ἀποδείξω Plat. — я убедительно докажу;σῶμα ἱκανὸν πόνους φέρειν Xen. — тело выносливое к трудам;ἱ. ὡς πρὸς τὸν ἰδιώτην Plat. — неплохой по сравнению с неученым;ἱ. ἀμφότερα Plat. — способный как на одно, так и на другое;ἱ. τὸ κελευόμενον ποιεῖν Xen. — умеющий исполнять приказания;πρὸς ταῦτα τίς ἱ. ; NT. — кто способен к этому?3) имеющий возможность, облеченный правом, могущественныйἱ. ζημιοῦν Xen. — имеющий право карать;
ἱ. Ἀπόλλων Soph. — Аполлон (достаточно) могуществен4) значительный, немалый(χρόνος Arph.; οὐσία Arst.; πλῆθος Polyb.; ἀργύρια NT.)
φῶς ἱκανόν NT. — яркий свет;ἐξ ἱκανῶν χρόνων NT. — с давнего времени5) могущий совладать, достойный(τοῖς Ῥωμαίοις Polyb.)
οὐχ εἰμὴ ἱ., ἵνα μου ὑπὸ τέν στέγην εἰσέλθῃς NT. — я недостоин, чтобы ты вошел под мой кров -
128 ιλημι
(только 2 л. sing. imper. praes. эп. ἵληθι - дор. ἵλᾱθι, 3 л. sing. pf. conjct. ἱλήκῃσι и opt. ἱλήκοιμι) быть благосклонным, милостивым(ἄνασσ΄, ἵληθι Hom.; ἱλήκοι Ἀπόλλων HH.; ἵλαθι νῦν, φίλ΄ Ἄδωνι Theocr.)
См. также в других словарях:
ἁπόλλων — ἀπόλλων , ἀπό λάω 1 imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀπόλλων , ἀπό λάω 1 imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπόλλων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπόλλων' — Ἀπόλλωνα , Ἀπόλλων masc acc sg Ἀπόλλωνι , Ἀπόλλων masc dat sg Ἀπόλλωνε , Ἀπόλλων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… … Dictionary of Greek
Ἀπολλῶν — Ἀπολλώ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολλῶν — ἀπολούω wash off pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλλων — ἀπό λάω 1 imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀπό λάω 1 imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάικοφ, Απόλλων Νικολάγεβιτς — (Apollon Nikolayevich Maikov, Μόσχα 1821 – Αγία Πετρούπολη 1897). Ρώσος ποιητής. Γιος ζωγράφου, μελέτησε από παιδί την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και έπλασε μια λυρική ποίηση μεγάλης ακρίβειας στην πλαστική έκφραση και διαποτισμένη από αναμνήσεις,… … Dictionary of Greek
Πιομπίνο Απόλλων — Ονομασία χάλκινου αγάλματος γυμνού άνδρα που βρέθηκε στη θάλασσα του Πιομπίνο (απέναντι από το νησί Έλβα) το 1832. Έχει ύψος 1,15 μ. Σύμφωνα με μια άποψη το άγαλμα είναι αντίγραφο ενός από τα δύο αγάλματα που φιλοτέχνησε ο Κάναχος για τον ναό του … Dictionary of Greek
Τάμαν, Γκούσταβ Χένριχ Γιόχαν Απόλλων — (Tamman, 1861 – 1938). Γερμανός φυσικοχημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Ντερπ (σημερινό Τάρτου), στο οποίο αργότερα δίδαξε ως καθηγητής. Διετέλεσε επίσης καθηγητής και στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Διαπίστωσε ότι τα διαλύματα με ίδια… … Dictionary of Greek
Аполлон, божество — (Άπόλλων). Между божествами древнего греческого мира А. является в этическом смысле наиболее выработанным, так сказать, одухотворенным. Культ его, в особенности в дорийских государствах, много способствовал смягчению нравов, упрочению и почитанию … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона