Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

άξιος

  • 21 стоящий

    [στόγιαστσιϊ] μτχ/εκ. άξιος

    Русско-эллинский словарь > стоящий

  • 22 удостаиваться

    [συνταστάιβατσα] ρ κρίνομαι άξιος

    Русско-эллинский словарь > удостаиваться

  • 23 внимание

    ουδ.
    1. προσοχή•

    слушать со -ем ακούω με προσοχή•

    привлечь внимание τραβώ την προσοχή•

    в центре -я στο κέντρο της προσοχής•

    достойный -я άξιος προσοχής, αξιοπρόσεκτος.

    2. φροντίδα, μέριμνα•

    с должным -ем με την απαιτούμενη προσοχή•

    оставить без -я δεν προσέχω, δε δίνω προσοχή, αδιαφορώ.

    εκφρ.
    -! – προσοχή! (παράγγελμα)•
    - го кого – σε γνώση κάποιου, για γνώση, γιά να γνωρίζει•
    - го покупателей – για να ξέρουν οι αγοραστές•
    обратить внимание – δίνω προσοχή•
    обратить на себя - – τραβώ την προσοχή•
    уделить внимание – δίνω προσοχή, δείχνω ενδιαφέρο•
    принять во внимание – παίρνω υπ’ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > внимание

  • 24 заслуженный

    επ. από μτχ.
    1. άξιος, επάξιος, αντάξιος•

    -ая награда επάξιο βραβείο.

    || δίκαιος, δικαιολογημένος, πρεπούμενος•

    -ая кара δίκαια τιμωρία.

    2. διακεκριμένος, επιφανής, διάσημος. || μτφ. (αστ.) παλαιός, που έχει πολυετή υπηρεσίαν, καραβάνας.

    Большой русско-греческий словарь > заслуженный

  • 25 заслуживать

    ρ.δ.
    1. βλ. заслужить (1 σημ.).
    2. αξίζω•

    сообщение -ет доверия η ανακοίνωση είναι αξιόπιστη.

    είμαι άξιος, αξίζω.

    Большой русско-греческий словарь > заслуживать

  • 26 заслужить

    -ужу, -ужишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заслуженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αξίζω, είμαι άξιος, μου αξίζει, μου πρέπει•

    заслужить награду αξίζω αμοιβής•

    заслужить наказание αξίζω τιμωρίας.

    2. αξίζω προσφέροντας υπηρεσία,εκδούλευση.
    3. ανταποδίδω (εξυπηρέτηση, εκδούλευση κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > заслужить

  • 27 испытанный

    επ. από μτχ.
    δοκιμασμένος, άξιος, ικανός• πιστός•

    -ые войска δοκιμασμένα στρατεύματα•

    испытанный друг πιστός (δοκιμασμένος) φίλος.

    Большой русско-греческий словарь > испытанный

  • 28 серьёзный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно..
    1. σοβαρός•

    серьёзный человек σοβαρός άνθρωπος•

    с -ым видом με σοβαρό ύφος.

    2. αξιόλογος, σπουδαίος•

    серьёзный учный σπουδαίος επιστήμονας.

    || σημαντικός, άξιος προσοχής ή μελέτης•

    -ая болезнь σοβαρή ασθένεια•

    -ая ошибка σοβαρό λάθος•

    -противник σοβαρός αντίπαλος•

    -ое дело σοβαρή υπόθεση•

    -ые улики σοβαρές μαρτυρίες.

    || μεγάλος•

    -ые трудности σοβαρές δυσκολίες•

    -ая поддержка σοβαρή υποστήριξη.

    3. βαρύς, σκυθρωπός.

    Большой русско-греческий словарь > серьёзный

  • 29 способный

    επ., βρ: -бен, -бна, -бно.
    1. ικανός, άξιος• επιτήδειος•

    способный к труду ικανός για δουλειά•

    он на всё -бен αυτός είναι ικανός για όλα•

    он -бен к военной службе αυτός είναι ικανός για το στρατό•

    способный мальчик παιδάκι με ικανότητες.

    2. κατάλληλος, βολικός, πρόσφορος.

    Большой русско-греческий словарь > способный

  • 30 умелый

    επ.
    ικανός, επιδέξιος• επιτήδειος-άξιος• προκομμένος•

    умелый работик επιδέξιος εργάτης•

    -ая хозяйка άξια νοικοκυρά•

    -ые руки τα προκομμένα χέρια.

    Большой русско-греческий словарь > умелый

  • 31 ученик

    -а. α.
    -ца, -ы θ.
    1. μαθητής, -ρια•

    школьный ученик μαθητής σχολείου, σχολειαρόπαιδο, σχοληταρούδι• ученик 2го класса μαθητής της 2ς τάξης.

    2. μαθητούδι, κοπέλι, τσιράκι.
    3. οπαδός, ζηλωτής, θιασώτης•

    достойный ученик своего учителя άξιος μαθητής του δασκάλου του•

    -и христа, οι μαθητές του Χριστού.

    Большой русско-греческий словарь > ученик

См. также в других словарях:

  • .άξιος — ἄξιος , ἄξιος counterbalancing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀξιός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄξιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄξιος — counterbalancing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • άξιος — α, ο, επίρρ. άξια 1. ικανός, κατάλληλος για κάτι: Είναι άξιος να πετύχει και μεγαλύτερα πράγματα. 2. αντάξιος για κάποιον ή για κάτι: Είναι άξιος θαυμασμού για όσα κατόρθωσε. 3. φρ. «άξιος! άξιος!», αναφώνηση επιδοκιμασίας στη χειροτονία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αξιός — Sp Várdaras Ap Вардар/Vardar makedoniškai Sp Áksijas Ap Αξιός/Aksios graikiškai L u. Makedonijoje ir Š Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ἀξιώτερον — ἄξιος counterbalancing adverbial comp ἄξιος counterbalancing masc acc comp sg ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιωτάτων — ἄξιος counterbalancing fem gen superl pl ἄξιος counterbalancing masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιωτέρων — ἄξιος counterbalancing fem gen comp pl ἄξιος counterbalancing masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιώτατα — ἄξιος counterbalancing adverbial superl ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»