Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

άνθρωπος+τού+θεού

См. также в других словарях:

  • Αποκάλυψις του Ιωάννη — Τίτλος του μοναδικού προφητικού βιβλίου στην Καινή Διαθήκη που βρίσκεται τελευταίο στη σειρά από όλα τα άλλα βιβλία της. Συγγραφέας της είναι o απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης, που έχει γράψει το τέταρτο Ευαγγέλιο και τις τρεις καθολικές… …   Dictionary of Greek

  • Χόλμπαχ, Πάουλ - Χάινριχ Ντίτριχ, βαρόνος του — (Holbach, Χάιντελσχάιμ, Παλατσιάνο 1723 – Παρίσι 1789). Γάλλος φιλόσοφος του Διαφωτισμού. Από γερμανική οικογένεια, έγινε Γάλλος πολίτης το 1749. Συνεργάστηκε στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό, με άρθρα επιστημονικού περιεχομένου. Η απέραντη… …   Dictionary of Greek

  • Υιός του ανθρώπου — Αυτοχαρακτηρισμός του Ιησού στα ευαγγέλια. Ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποίησε τον όρο αυτό είναι αντικείμενο πολλών ερμηνειών των σχολιαστών των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Μερικοί υποστηρίζουν ότι με τον όρο αντικαθιστά τη λέξη «εγώ», άλλοι… …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • Γαβριήλ — I Βιβλικό πρόσωπο. Ένας από τους αγγέλους που αναφέρονται στην Αγία Γραφή. Το όνομά του σημαίνει ο άνθρωπος του Θεού. Η παρουσία του Γ. στο έργο που επιτελεί ο Θεός για τον άνθρωπο θεωρείται από τις σπουδαιότερες αγγελοφανίες. Αυτό απηχεί και η… …   Dictionary of Greek

  • АЛЕКСИЙ, ЧЕЛОВЕК БОЖИЙ — [Греч. ̓Αλέξιος ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ] († ок. 411), прп. (пам. 17 марта, зап. 17 июля, сир. 3 нояб.). Сказание об А. ч. Б., одном из самых почитаемых в правосл. мире святых, начало складываться на христ. Востоке в Сирии, затем получило широкое… …   Православная энциклопедия

  • αγαθός — ή, ό 1. καλός, ενάρετος: Ήταν άνθρωπος του Θεού, αγαθός κι απονήρευτος. 2. αφελής, απλοϊκός: Ήταν ο καημένος πολύ αγαθός και συχνά την πάθαινε. 3. το ουδ. ως ουσ., αγαθό σημαίνει το καλό, η ωφέλεια, το κέρδος: Η υγεία είναι το πολυτιμότερο αγαθό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιαβόλευτος — η, ο απονήρευτος, αθώος: Είναι άνθρωπος του Θεού, άνθρωπος αδιαβόλευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακάκιωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει κακιώσει, θυμώσει: Είναι άνθρωπος του Θεού, άνθρωπος ακάκιωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Алексий, человек Божий — У этого термина существуют и другие значения, см. Алексий. Алексий, человек Божий Икон …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»