-
1 Ἀλέξανδρος
̆αλέξανδρος v. fr. 6a. b. -
2 Αλέξανδρος
-
3 Ἀλέξανδρος
-
4 αλέξανδρος
-
5 ἀλέξανδρος
-
6 ἀλέξανδρος
ἀλέξανδρος, ον,II freq. as pr. n., esp. of Paris in Il., cf. A.Ag.61, 363.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλέξανδρος
-
7 Ἀλέξανδρος
Ἀλέξανδρος, ου, ὁ Alexander a favorite name w. Jews as well as gentiles (on the origin of this name s. DELG s.v. ἀνήρ p. 88; cp. pap and ins; CPJ I 29; Joseph.—ET 10, 1899, 527).① son of Simon of Cyrene Mk 15:21.② a member of Jerusalem’s high priestly family Ac 4:6.③ a Judean of Ephesus 19:33.④ an apostate 1 Ti 1:20, presumably the smith of 2 Ti 4:14. -
8 Ἀλέξανδρος
Ἀλέξ - ανδρος: Alexander, Greek name of Paris, and perhaps a translation of that word. See Πάρις.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀλέξανδρος
-
9 αλέξανδρον
ἀλέξανδροςdefending men: masc /fem acc sgἀλέξανδροςdefending men: neut nom /voc /acc sg——————ἀλέξανδρον, ἀλέξανδροςdefending men: masc /fem acc sgἀλέξανδρον, ἀλέξανδροςdefending men: neut nom /voc /acc sg -
10 Αλεξάνδρω
Ἀλέξανδροςmasc nom /voc /acc dualἈλέξανδροςmasc gen sg (doric aeolic)——————Ἀλέξανδροςmasc dat sg -
11 αλεξάνδρω
ἀλέξανδροςdefending men: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἀλέξανδροςdefending men: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————ἀλέξανδροςdefending men: masc /fem /neut dat sg -
12 αλεξάνδρου
ἀλέξανδροςdefending men: masc /fem /neut gen sg——————ἀλεξάνδρου, ἀλέξανδροςdefending men: masc /fem /neut gen sg -
13 αλέξανδρ'
ἀλέξανδρα, ἀλέξανδροςdefending men: neut nom /voc /acc plἀλέξανδρε, ἀλέξανδροςdefending men: masc /fem voc sg -
14 ἀλέξανδρ'
ἀλέξανδρα, ἀλέξανδροςdefending men: neut nom /voc /acc plἀλέξανδρε, ἀλέξανδροςdefending men: masc /fem voc sg -
15 Αλεξάνδροιο
-
16 Ἀλεξάνδροιο
-
17 Αλεξάνδροις
-
18 Ἀλεξάνδροις
-
19 Αλεξάνδρου
-
20 Ἀλεξάνδρου
См. также в других словарях:
Αλέξανδρος 1 — (Торони,Греция) Категория отеля: 1 звездочный отель Адрес: Τορώνι, Торони, 63072, Греция … Каталог отелей
Ἀλέξανδρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλέξανδρος — defending men masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Βάλας — Όνομα βασιλιάδων της Συρίας. 1. Α. ο Β. Α’. Βασιλιάς της Συρίας (150 145 π.Χ.). Διάσημος τυχοδιώκτης από τη Σμύρνη ή τη Ρόδο. Στον θρόνο της Συρίας αναρριχήθηκε έπειτα από συνωμοσία με τον Ηρακλείδη, τον οποίο είχε εκτοπίσει στη Ρόδο ο Δημήτριος… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος Αβωνοτειχίτης — (105 – 171 μ.Χ.). Μυστικιστής από το Άβωνο της Θράκης. Ίδρυσε στο χωριό αυτό ένα θεραπευτήριο, το οποίο εξελίχθηκε σε κέντρο λατρείας και μυστηρίων. Τα μυστήρια αυτά διαιρούνταν σε τρεις βαθμούς, που ονομάζονταν ημέρες. Ο πρώτος βαθμός αφορούσε… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος Ιεραπόλεως — (5ος αι. μ.Χ.). Αρχιεπίσκοπος στη Συρία. Ήταν φίλος του αιρετικού Νεστόριου και ενάντιος του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Έλαβε μέρος στην Γ’ Οικουμενική Σύνοδο (431), όπου υποστήριξε τον Νεστόριο μαζί με τον Ιωάννη Αντιοχείας και τους άλλους… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος Λογοθέτης — Βυζαντινός οικονομολόγος, κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού. Στάλθηκε από τον αυτοκράτορα στη Ραβένα της Ιταλίας για να επιτύχει την αναδιοργάνωση της επαρχίας και την πλήρη υποταγή των Γότθων που ετοιμάζονταν για εξέγερση μετά την αποχώρηση του… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος Μιχαΐλοβιτς — (Τβερ 1290 – 1340). Ρώσος μεγάλος δούκας του Τβερ και του Πσκοβ. Διακρίθηκε στους αγώνες εναντίον των Τατάρων που κατείχαν τότε τη διαιρεμένη σε πολλές ηγεμονίες Ρωσία (13ος 14ος αι.). H στάση του αυτή προκάλεσε την οργή του χάνου (βασιλιά) των… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος Νιέφσκι — I (Alexander Nevsky, 1220 – 1263). Ρώσος δούκας. Στις 15 Ιουλίου 1240 νίκησε τους Σουηδούς στον ποταμό Νέβα και σταμάτησε έτσι την εισβολή στο δουκάτο του Νόβγκοροντ. Από τη νίκη του αυτή στον Νέβα (Neva) πήρε το όνομα Νιέφσκι, με το οποίο έμεινε … Dictionary of Greek