-
81 ἀλλογνοέω
II to be deranged, Hp. ap. Gal.19.75.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλογνοέω
-
82 ἀλλογνώμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλογνώμων
-
83 ἀλλογνώς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλογνώς
-
84 ἀλλόγνωτος
ἀλλό-γνωτος, ον, = foreg.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλόγνωτος
-
85 ἀλλόδημος
ἀλλό-δημος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλόδημος
-
86 ἀλλοδοξέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοδοξέω
-
87 ἀλλοδοξία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοδοξία
-
88 ἀλλόδοξος
ἀλλό-δοξος, ον,A holding a different opinion, belonging to a different school, Phld.Herc.19.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλόδοξος
-
89 ἀλλοεθνής
ἀλλο-εθνής, ές,A of foreign nation, D.S.2.37, Nic.Dam.p.94 D., J.AJ15.11.5 ; with foreign foe,πόλεμος D.H.5.5
, cf. LXX 3 Ma.4.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοεθνής
-
90 ἀλλοεθνία
ἀλλο-εθνία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοεθνία
-
91 ἀλλοειδής
ἀλλο-ειδής, έςA of different form, τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα (trisyll., but perh.a)llovide/a∥ faine/ sketo pa/nta a)/nakti Od.13.194
, cf. Plu. Strom.2, Plot.6.8.18. Adv. - δῶς, f.l. for στυλοειδῶς, Epicur.Ep.2p.47U.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοειδής
-
92 ἀλλοκοτία
ἀλλο-κοτία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοκοτία
-
93 ἀλλόκοτος
ἀλλό-κοτος, ον,A of unusual nature or form, strange, portentous, Hp.Fract.1, Ar.V.71, Crates Com.43, etc.; ἀ. πρᾶγμα unwelcome, a gainst the grain, Th.3.49; ἀ. ὄνομα strange, uncouth word, Pl.Tht. 182a: c. gen., ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν πάρος with purpose utterly different from.., S.Ph. 1191; of persons, Pl.Euthd. 306e, etc.: [comp] Comp. and [comp] Sup.-ώτερος, -ώτατος Pl.Com.28
. Adv.- τως Pherecr.201
, Pl.Ly. 216a (v. l.). ( κότος = ὀργή, i.e. temper, Phryn.PSp.23 B.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλόκοτος
-
94 ἀλλομορφέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλομορφέω
-
95 ἀλλόμορφος
ἀλλό-μορφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλόμορφος
-
96 ἀλλοπάθεια
ἀλλο-πάθεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοπάθεια
-
97 ἀλλοπαθής
ἀλλο-παθής, ές, properly,A subject to external influence, hence in Gramm. of Pronouns, non-reflexive, A.D.Pron.44.17, Synt.175.13, EM496.45.2 Adv. - θῶς of Verbs, transitively, Eust.920.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοπαθής
-
98 ἀλλοπειρίους
ἀλλο-πειρίους· ἀλλοφύλους, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοπειρίους
-
99 ἀλλοποιός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοποιός
-
100 ἀλλοπρόσαλλος
A leaning first to one side, then to the other, fickle, epith. of Ares, Il.5.831, 889, cf. Eun.VSp.496 B.;πλοῦτος AP15.12
, cf. 1.34 (Agath.);τὸ ἀ.
respect of persons, Corp. Herm.18.14
.2 simply, transferred, ἀ. ἀρωγή, coupled with ἑτεραλκέα νίκην, Tryph.565; deceitful, Nonn.D.46.4, al.; changeful, successive, of waves, etc. (cf. ἀλλεπάλληλος), ib.3.24, al., cf. Man.5.68.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοπρόσαλλος
См. также в других словарях:
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek
άλλο — επίρρ. βλ. άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδέτερο τού άλλος με επιρρηματική χρήση) … Dictionary of Greek
ἄλλο — ἄλλος y neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεταβασις εις αλλο γενος — Unter einer Metábasis eis állo génos (gr. μετάβασις εἰς ἄλλο γένος, wörtl. Übergang in eine andere Art, gemeint hier: Begriffssphäre) oder Übergriff in ein anderes Gebiet versteht man zum einen einen plötzlichen Sprung in einer Beweisführung oder … Deutsch Wikipedia
Μετάβασις εις άλλο γένος — (metabasis eis allo genos) (греч.) переход в другой род. Логическая ошибка. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
κἄλλο — ἄλλο , ἄλλος y neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄλλο — ἄλλο , ἄλλος y neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek