-
101 незлой
[νιξλόϊ] επ άκακος -
102 безобидный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноαθώος, πράος, ήπιος• άκακος, αβλαβής. -
103 благодушный
επ. βρ: -шен, -шна, -шноκαλόψυχος, αγαθός, άκακος, αθώος•-ое выражение лица αγαθή έκφραση του προσώπου•
-ая улыбка αθώο χαμόγελο.
-
104 вода
-ы, αιτ. воду, πλθ. воды, δοτ. водам, κ. водам, οργν. водами, κ. водами, προθτ. о водах κ. о водах θ.1. νερό, ύδωρ•дождевая вода βρόχινο νερό•
морская вода θαλασσινό νερό•
колодезная вода πηγαδίσιο νερό•
речная ποταμίσιο νερό•
проточная вода τρεχούμενο νερό•
стоячая вода στάσιμο νερό•
родниковая -νερό της βρύσης, πηγαίο νερό•
питьевая вода πόσιμο νερό•
минеральная вода μεταλλικό νερό•
пресная вода γλυκό νερό (λιμνών, ποταμών)•
грунтовая вода το νερό του υπεδάφους•
жесткая вода γλι-φό νερό•
мягкая вода ελαφρό νερό.
2. πλθ. -ы τα νερά, τα ύδατα•государственные -ы κρατικά ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες)•
территориальные -ы τα χωρικά ύδατα.
εκφρ.желтая вода – γλαύκωμα (πάθηση των ματιών)•седьмая ή десятая вода на киселе – οι πολύ μακρινοί συγγενείς•темная вода – τύφλωση (από ατροφία του οπτικού νεύρου)•холодной -ой окатить ή облить – ψυχρολούζω, κάνω ψυχρολουσία κάποιον (κατευνάζω τον ενθουσιασμό, διαψεύδω τις ελπίδες, αποθαρρύνω κ.τ.τ.)• чистой ή чистейшей -ы καθαρότερος κι απ’το νερό, λάδι, γνησιότατος, πραγματικότατος•лить -у на чью мельницу – χύνω νερό στο μύλο κάποιου (βοηθώ στο έργο κάποιου)•толочь -у (в ступе) ή носить решетом -у – κουβαλώ νερό με το καλάθι (ματαιοπονώ)•- ы не замутит – δεν πατά ούτε μυρμήγκι (άκακος, ήσυχος, πράος, ταπεινός)•тише -ы, ниже травы – πάρα πολύ ήσυχος, φρονιμότατος, αγαθότατος, ταπεινότατος•много ή немало, столько – κ.τ.τ. -ы утекло πέρασε πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια•набрать -ы в рот – καταπίνω τη γλώσσα μου, σιγώ, σωπαίνω, το βουλώνω, βουβαίνομαι•выйти сухим из -ы – (αν και ένοχος) βγαίνω καθαρός (αθώος), вывести на чистую ή на свежую -у βγάζω στα φόρα, ξεσκεπάζω (σκοτεινές υποθέσεις)•как (будто, словно) в -у глядел ή смотрел – σα να το ήξερε (το διέβλεψε με ακρίβεια). -
105 голубиный
επ.περιστερίσιος•-ое яйцо περιστερίσιο αυγό•
-ал почта ταχυδρομείο με περιστέρια•
-ая связь σύνδεση με περιστέρια.
|| μτφ. άκακος, αθώος. -
106 добродушный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно; αγαθός, καλός, άκακος, φιλάγαθος, καλοκάγαθος, καλόψυχος. -
107 добряк
-а α.-чка, -и θ. άνθρωπος άκακος, ντόμπρος ανθρωπάκι. -
108 замутить
-учу, -утишьρ.σ.μ.1. θολώνω•замутить воду θολώνω το νερό.
2. μτφ. συγχύζω, ταράσσω, ανησυχώ.3. αρχίζω να θολώνω.εκφρ.он и воды не -ит – αυτός δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι (είναι τελείως άκακος).1. θολώνω•вода -лась το νερό θόλωσε.
|| θαμπώνω, γίνομαι θαμπός.2. παλ. στασιάζω.3. αρχίζω να θολώνω, να γίνομαι θολός.εκφρ.в глазах -лось – θόλωσαν (θάμπωσαν) τα μάτια. -
109 муха
-и θ.μΰγα•комнатная муха οικιακή μύγα.
εκφρ.кзлые -и – χιονονιφάδες•до белых мух – ώσπου να πέσουν τα πρώτα χιόνια•-и мрут ή дохнут – ανυπόφορη πλήξη, σκασίλα•- и не обидит – δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι (πράος, άκακος άνθρωπος)•-у раздавить (ή задавить, зашибить) – απλ. κρασοπίνω•считать мух – σκοτώνω μύγες (χαζεύω)•делать из -ж слона – κάνω την τρίχα τριχιά (μεγαλοποιώ;, υπερβάλλω)•быть под -ой ή с -ой – είμαι σουρωμένος, τά χω τσούξει• (какая) муха укусила его τι ερεθίστηκε (τσατίστηκε) έτσι• από τι πειράχτηκε•так тихо, что слышно, как муха пролетит – τέτοια ησυχία, που και η μύγα ακούεται όταν πετά (точно) -у проглотил του κακοφάνηκε πολύ, κόκκαλο του στάθηκε στο λαιμό. -
110 наивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноαφελής-απλός, απλοϊκός, αγαθός, άκακος, απονήρευτος• απροσποίητος•наивный ребёнок αθώο παιδάκι•
-ые вопросы αφελείς ερωτήσεις•
-ая песенька απλοϊκό τραγουδάκι.
-
111 незатейливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. απλός, απροσποίητος, ανεπιτήδευτος, φυσικός.2. απονήρευτος, άκακος, αθώος. -
112 незлобный
επ., βρ: -бен, -бна, -бноβλ. незлобивый. || άκακος, πράος. -
113 незлой
επ. βρ: -зол, -зла, -злоάκακος, χρηστός, αγαθός, αθώος. -
114 овечка
-и θ.προβατινούλα. || μτφ. πράος, ήπιος, άκακος. -
115 смиренный
επ., βρ: -рен, -ренна, -ренно.1. ταπεινός, μετρ ιόφρονας• ταπε ινόφρονας. || μτφ. λιτός, πενιχρός, φτωχός•смиренный ужин λιτό δείπνο.
2. ήπιος, πράος• βολικός.3. (απλ.) ήσυχος, άκακος. -
116 ягнёнок
-нка, πλθ. -нята, -нят α. αρνί, αρνάκι, αμνός. || μτφ. άνθρωπος ήσυχος, πράος, άκακος, αθώος. -
117 ἀκάκης
-
118 ἀκάκητα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκάκητα
-
119 ἀκακία
ἀκακία (A), ἡ,A shittah tree, Acacia arabica, Dsc.1.101, Aret. CD2.6.II = Genista acanthoclada. Dsc. l.c.------------------------------------ -
120 ἀκάκητα
Grammatical information: adj.Meaning: Epic epithet, of Hermes (Il., Hes., Suid.) and Prometheus (Hes.) of unknown meaning.Derivatives: ἀκακήσιος (Call.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: If the glosses ἀκακίεις συνίεις and ἀκακιεῖ συνιεῖ are reliable, the word could mean `συνετός'; Hoffmann BB 17, 328. DELG rejects the glosses without reason and assumes a meaning `benevolent'. Risch ( FS Debrunner 395f) thinks it was built on ἄκακος, ἀκάκᾱς after μητίετα (which is not easy). See also Fraenkel, FS Snell 168, and LfgrE.Page in Frisk: 1,49-50Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀκάκητα
См. также в других словарях:
Ἄκακος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκακος — unknowing of ill masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκακος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Λυκάονα. Ίδρυσε την αρκαδική πόλη Ακακήσιον. Ο Ά., κατά τις αρκαδικές παραδόσεις, ήταν ο τροφός του Ερμή στην παιδική ηλικία του. * * * η, ο (Α ἄκακος, ον) 1. ο δίχως κακία, άδολος, καλοκάγαθος 2. απλοϊκός, αφελής,… … Dictionary of Greek
άκακος — η, ο επίρρ. α αγαθός, ήσυχος, αθώος: Είναι άνθρωπος άκακος σαν αρνί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκακώτερον — ἄκακος unknowing of ill masc acc comp sg ἄκακος unknowing of ill neut nom/voc/acc comp sg ἄκακος unknowing of ill adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακώτατον — ἄκακος unknowing of ill masc acc superl sg ἄκακος unknowing of ill neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάκως — ἄκακος unknowing of ill adverbial ἄκακος unknowing of ill masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκακον — ἄκακος unknowing of ill masc/fem acc sg ἄκακος unknowing of ill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακωτάταις — ἄκακος unknowing of ill fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακωτάτοις — ἄκακος unknowing of ill masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακωτέρους — ἄκακος unknowing of ill masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)