-
21 Inopportunely
adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inopportunely
-
22 Unseasonably
adv.P. ἀκαίρως, ἀπὸ καιροῦ, παρὰ καιρόν, πέρα τοῦ καιροῦ (Dem. 208), V. ἄκαιρα, καιροῦ πέρα.Prematurely: P. and V. πρῴ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unseasonably
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄκαιρα — ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάκαιρα — [άκαιρα] επίρρ. παράκαιρα, πρόωρα … Dictionary of Greek
ἄκαιρ' — ἄκαιρα , ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc pl ἄκαιρε , ἄκαιρος ill timed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαιροβόας — ἀκαιροβόας, ο (Α) αυτός που βοά, που φωνάζει άκαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαιρος + βοῶ] … Dictionary of Greek
αργά — (Μ ἀργά) επίρρ. [αργός II] 1. σιγά, χωρίς βιασύνη 2. άκαιρα, παράκαιρα 3. το βραδάκι 4. μετά το πέρασμα μιας ορισμένης ώρας 5. σε προχωρημένη βραδινή ώρα 6. ως ουσ. το βράδι 7. φρ. α) «αργά ή γρήγορα» κάποτε στο μέλλον αλλά εξάπαντος β) «κάλλιο… … Dictionary of Greek
αττικός — I Όνομα ιστορικών προσώπων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στους ρωμαϊκούς χρόνους. 1. Ηρώδης (βλ. λ. Ηρώδης ο Αττικός). 2. Τίτος Πομπώνιος Α. (Ρώμη 109 32 π.Χ.). Καταγόταν από οικογένεια που καταγόταν απο τον βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιον.… … Dictionary of Greek
γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… … Dictionary of Greek
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
παράκαιρος — η, ο / παράκαιρος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή ή αυτός που γίνεται με καθυστέρηση, άκαιρος, όψιμος, καθυστερημένος. επίρρ... παράκαιρα / παρακαίρως, ΝΑ νεοελλ. 1. σε ακατάλληλη στιγμή, άκαιρα 2. με καθυστέρηση, εκπρόθεσμα αρχ.… … Dictionary of Greek
παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… … Dictionary of Greek