-
1 άγνωστ'
ἄγνωστα, ἄγνωστοςunknown: neut nom /voc /acc plἄγνωστε, ἄγνωστοςunknown: masc /fem voc sg -
2 ἄγνωστ'
ἄγνωστα, ἄγνωστοςunknown: neut nom /voc /acc plἄγνωστε, ἄγνωστοςunknown: masc /fem voc sg
См. также в других словарях:
ἄγνωστ' — ἄγνωστα , ἄγνωστος unknown neut nom/voc/acc pl ἄγνωστε , ἄγνωστος unknown masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αάω — ἀάω και συνηρ. ἄω (Α) 1. βλάπτω (τον νου), παραπλανώ, εξαπατώ, ξεμυαλίζω 2. μέσ. είμαι ανόητος, ενεργώ απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀFάω, άγνωστ. ετυμ. ΠΑΡ. ἄτη. ΣΥΝΘ. ἀεσίφρων, ἄνατος] … Dictionary of Greek
αμπλακίσκω — ἀμπλακίσκω (Α) 1. δεν κατορθώνω, αποτυγχάνω, υπολείπομαι 2. χάνω, στερούμαι 3. διαπράττω σφάλμα ή αμάρτημα, αμαρτάνω, σφάλλω, γελιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. είναι νεώτερος σχηματισμός από το απαρέμφ. αορ. β΄ ἀμπλακεῖν. Άγνωστ. ετυμ. Εάν ο αρχικός… … Dictionary of Greek