Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

άγνωστ

См. также в других словарях:

  • ἄγνωστ' — ἄγνωστα , ἄγνωστος unknown neut nom/voc/acc pl ἄγνωστε , ἄγνωστος unknown masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αάω — ἀάω και συνηρ. ἄω (Α) 1. βλάπτω (τον νου), παραπλανώ, εξαπατώ, ξεμυαλίζω 2. μέσ. είμαι ανόητος, ενεργώ απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀFάω, άγνωστ. ετυμ. ΠΑΡ. ἄτη. ΣΥΝΘ. ἀεσίφρων, ἄνατος] …   Dictionary of Greek

  • αμπλακίσκω — ἀμπλακίσκω (Α) 1. δεν κατορθώνω, αποτυγχάνω, υπολείπομαι 2. χάνω, στερούμαι 3. διαπράττω σφάλμα ή αμάρτημα, αμαρτάνω, σφάλλω, γελιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. είναι νεώτερος σχηματισμός από το απαρέμφ. αορ. β΄ ἀμπλακεῖν. Άγνωστ. ετυμ. Εάν ο αρχικός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»