Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Σκωτία

См. также в других словарях:

  • Νέα Σκωτία — (Nova Scotia). Εξελληνισμένη ονομασία επαρχίας του νοτιοανατολικού Καναδά. Βλ. λ. Νόβα Σκότια …   Dictionary of Greek

  • σκωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκώτους και στη Σκωτία, σκωτζέζικος 2. (το θηλ. ως κύριο όν). η Σκωτική η σκωτική γλώσσα 3. φρ. «σκωτική γλώσσα» γλωσσ. α) κελτική γλώσσα που μιλιέται στη Σκωτία, αλλ. σκωτική γαελική γλώσσα β)… …   Dictionary of Greek

  • Πίκτοι — (Picti). Αρχαίος λαός της Βρετανίας, γειτονικός των Σκότων, με τους οποίους πολέμησε για μεγάλο διάστημα εναντίον των Ρωμαίων της Βρετανίας (2ος 3ος αι. μ.Χ.). Η κελτική ονομασία τους ήταν Βρίθοι ή Βρέτοι, που σημαίνει –όπως και το λατινικό Π.–… …   Dictionary of Greek

  • Scotia — Pour les articles homonymes, voir Scotia (homonymie). Scotia était à l origine le nom latin désignant l Irlande (également connue des Romains sous celui d Hibernia). Cependant au Moyen Âge il devint celui se référant à l Écosse, car beaucoup des… …   Wikipédia en Français

  • Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …   Dictionary of Greek

  • Σκώτος — και Σκότος, ο, Ν αυτός που κατάγεται από τη Σκωτία ή ο κάτοικος τής Σκωτίας, Σκωτσέζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Scot < αρχ. αγγλ. Scottas < υστερολατ. Scotus / Scottus] …   Dictionary of Greek

  • καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβυτεριανισμός — Όρος που προέρχεται από το πρεσβυτέριο (συμβούλιο των πρεσβυτέρων), και χαρακτηρίζει μία ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης και εκκλησιαστικής διαμόρφωσης, που έχει την αρχή της στην Καλβινική Εκκλησία. Σε αντίθεση με την κογκρεγκασιοναλιστική και την… …   Dictionary of Greek

  • σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …   Dictionary of Greek

  • σκωτσέζικος — η, ο, Ν [Σκωτσέζος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σκωτία ή στους Σκώτους ή αυτός που προέρχεται από αυτούς, σκωτικός («σκωτσέζικο ύφασμα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκωτσέζικα η σκωτική γλώσσα. επίρρ... σκωτσέζικα κατά τρόπο σκωτσέζικο …   Dictionary of Greek

  • τουίντ — το, Ν άκλ. (υφαντ.) ύφασμα το οποίο έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την τραχιά επιφάνεια και ως βασικό χρησιμοποιούμενο υλικό το μαλλί, αλλά υφαίνεται και με συνδυασμό μαλλιού και βαμβακιού, μαλλιού και ρεγιόν, μαλλιού και συνθετικών ινών. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»