-
1 σεβαστός
σεβαστός, ή, όν (σεβάζομαι; Dionys. Hal. 2, 75; SIG 820, 6; pap, Philo, Joseph.; loanw. in rabb.) worthy of reverence, revered, august, as a transl. of Lat. Augustus and designation of the Roman emperor (Paus. 3, 11, 4 τὸ δὲ ὄνομα εἶναι τούτῳ Αὔγουστος, ὅ κατὰ γλῶσσαν δύναται τὴν Ἑλλήνων σεβαστός=his name is Augustus, which in Gk. is rendered by σεβαστός; Strabo 3, 3, 8; 12, 13, 14; Lucian, Herodian, Philo; Jos., Ant. 16, 173 al.; CIA III 63 [27 B.C.] ἱερεὺς θεᾶς Ῥώμης καὶ Σεβαστοῦ σωτῆρος; IG XII/3, 174 [6 B.C.]; pap. As epithet of Antonius Pius, Ar. ins; Just., A I, ins—EBréhier, ByzZ 15, 1906, 161f; 164f; Hahn 116f; Dssm., LO 306 [LAE 358ff]; HDieckmann, Kaisernamen u. Kaiserbez. bei Lukas: ZKT 43, 1919, 213–34; Goodsp., Probs. 136f) ὁ Σεβαστός His Majesty the Emperor Ac 25:21, 25 (of Nero).—In σπεῖρα Σεβαστή 27:1 (cp. OGI 421), Σεβαστή is likew. an exact transl. of Lat. Augusta, an honorary title freq. given to auxiliary troops (Ptolem. renders it Σεβαστή in connection w. three legions that bore it: 2, 3, 30; 2, 9, 18; 4, 3, 30) imperial cohort, but σπεῖρα Σεβαστή cannot be regarded as equivalent to σπεῖρα Σεβαστηνῶν.—For lit. s. on ἑκατοντάρχης.—DELG s.v. σέβομαι. M-M. TW. -
2 σεβαστός
σεβαστόςvenerable: masc nom sg -
3 σεβαστός
A venerable, reverend, august,πρᾶγμα D.H.2.75
; θεοί, prob. of deified Emperors, IG7.2233 ([place name] Thisbe), cf. SIG820.6 (Ephesus, i A.D.).II = Lat. Augustus, Str.3.3.8, 12.8.16, Act.Ap.25.21, Paus.3.11.4, Hdn.2.10.9, etc.;Καίσαρος Σ. θεοῦ Luc. Macr.21
, cf. 17; ἐπὶ τοῦ πρώτου Σ. in the time of the first Emperor, Id.Laps.18;κατὰ τὸν Σ. μάλιστα Id.Salt.34
, etc.; fem. Σεβαστή, = Augusta, Wilcken Chr. 14 ii 7 (i A.D.), etc., cf. Σεβαστιάς; joined with Αὔγουστος, -ούστη, CIG 3770 ([place name] Nicomedia).2 name of month, Augustus, in Egyptian calendars,= Thoth, Yale Classical Studies 2.242; in Phrygia and elsewhere, IGRom.4.536, etc.3 σεβαστή, ἡ (sc. ἡμέρα), the Emperor's day, the day on which his birthday or accession day was celebrated every month, OGI658 (Egypt, i B.C.), POxy.288.32 (i A.D.), PMich.Teb. 123r iv 30 (i A.D.), etc.4 Σεβαστά, τά,=Σεβαστεῖα 11
, CIG 2810b.13 (p.1112) ([place name] Aphrodisias), cf. IG 3.129, 14.748, SIG1065.5 (Cos, i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεβαστός
-
4 σεβαστός
venerableΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σεβαστός
-
5 σεβαστά
σεβαστόςvenerable: neut nom /voc /acc plσεβαστά̱, σεβαστόςvenerable: fem nom /voc /acc dualσεβαστά̱, σεβαστόςvenerable: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 σεβαστόν
σεβαστόςvenerable: masc acc sgσεβαστόςvenerable: neut nom /voc /acc sg -
7 σεβασταί
σεβαστόςvenerable: fem nom /voc pl -
8 σεβαστοί
σεβαστόςvenerable: masc nom /voc pl -
9 σεβαστούς
σεβαστόςvenerable: masc acc pl -
10 σεβαστέ
σεβαστόςvenerable: masc voc sg -
11 σεβαστή
σεβαστόςvenerable: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 σεβαστήν
σεβαστόςvenerable: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 σεβαστότερος
σεβαστόςvenerable: masc nom comp sg -
14 σεβαστών
-
15 σεβαστῶν
-
16 σεβαστή
-
17 σεβαστῇ
-
18 σεβαστήι
-
19 σεβαστῆι
-
20 σεβαστής
См. также в других словарях:
σεβαστός — venerable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστός — (I) ή, ό / σεβαστός, ή, όν, ΝΑ [σεβάζομαι] 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος («σεβαστοὶ θεοί», επιγρ.) 2. προσωνυμία τού Αυγούστου και τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ελλάδα («τὸ δὲ ὄνομα εἶναι τούτῳ Αὔγουστος, ὅ κατὰ γλῶσσαν δύναται τὴν Ἑλλήνων… … Dictionary of Greek
σεβαστός — ή, ό 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος: Σεβαστό πρόσωπο. – Οι απόψεις σου είναι σεβαστές. 2. μτφ., πολύς, μεγάλος: Σεβαστό ποσό. 3. «σεβαστή ηλικία», προχωρημένη ηλικία, γεράματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κυμινήτης, Σεβαστός — (Κύμινα Τραπεζούντας 1625; – Βουκουρέστι 1702). Δάσκαλος και συγγραφέας. Υπήρξε μαθητής του Θεόφιλου Κορυδαλλέα και του Ιωάννη Καρυοφύλλη. Σύντομα αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο δραστήριους δασκάλους και πολυγραφότερους λογίους της εποχής του.… … Dictionary of Greek
σεβαστά — σεβαστός venerable neut nom/voc/acc pl σεβαστά̱ , σεβαστός venerable fem nom/voc/acc dual σεβαστά̱ , σεβαστός venerable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστῶν — σεβαστός venerable fem gen pl σεβαστός venerable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστόν — σεβαστός venerable masc acc sg σεβαστός venerable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβασταῖς — σεβαστός venerable fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβασταί — σεβαστός venerable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστοῖς — σεβαστός venerable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστοί — σεβαστός venerable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)