-
1 πρυτανείον
-
2 πρυτανεῖον
-
3 πρυτανεῖον
1 town hall παῖ Ῥέας, ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία (τὰ πρυτανεῖά φησι λαχεῖν τὴν Ἑστίαν, παρόσον αἱ τῶν πολέων ἑστίαι ἐν τοῖς πρυτανείοις ἀφίδρυνται Σ.) N. 11.1 -
4 πρυτανεῖον
πρῠτᾰν-εῖον, [dialect] Ion. [suff] πρῠτᾰν-ήϊον (also [full] βρυτανεῖον, Schwyzer 183.15 (Crete, iii B.C.), cf. Sch.Pi.N.11.1, andA v. πρυτανεύω), τό, the magistrates' hall, town hall, Hdt.1.146, 3.57, 7.197, Ar.Ach. 125, Th. 2.15, D.19.32, etc.; ἐν πρυτανείῳ δειπνεῖν, σιτεῖσθαι, Ar. Pax 1084, Pl. Ap. 36d, cf. IG12.77.4,13;ἐπὶ δεῖπνον εἰς τὸ π. καλεῖν τινα D.50.13
, Aeschin.2.46, cf. Ar.Eq. 1404; καλέσαι ἐπὶ ξένια εἰς πρυτανεῖον prob. in IG12.19;εἰς π. ἐκάλεσα D.19.234
; οὗ γὰρ μὴ τίθενται συμβολαί, π. ταῦτα πάντα προσαγορεύεται are called free tables, Timocl.8.18, cf. SIG4 (Cyzicus, vi B.C.): metaph.,τῆς Ἑλλάδος αὐτὸ τὸ π. τῆς σοφίας Pl.Prt. 337d
, cf. Theopomp.Hist.267.II a law-court at Athens, τὸ ἐπὶ πρυτανείῳ δικαστήριον, οἱ ἐκ πρυτανείου καταδικασθέντες, D.23.76, Decr. ap. And.1.78, cf. Plu.Sol.19.2 πρυτανεῖα, τά, sum deposited by each party to a lawsuit before the suit began, π. τιθέναι, κατατιθέναι, IG12.22.33, 28.5, cf. Ar.Nu. 1136, 1180, V. 659, etc.;ἄνευ πρυτανείων IG12.3.29
; π. τιθέτω ὁ διώκων τοῦ αὑτοῦ μέρους Lex ap. D.43.71; ἵν' αἱ θέσεις γίγνοιντο τῇ νουμηνίᾳ (sc. τῶν πρυτανείων) Ar.Nu. 1191; δέχεσθαι τὰ π. to receive this deposit, i.e. to allow the action to be brought, ib. 1197; π. ἐκτίνειν to pay this deposit, D.47.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυτανεῖον
-
5 πρυτάνειον
πρυτάνειοςof: masc acc sgπρυτάνειοςof: neut nom /voc /acc sg -
6 πρυτανηίου
πρυτανεῖονthe magistrates' hall: neut gen sg (ionic) -
7 πρυτανήια
πρυτανεῖονthe magistrates' hall: neut nom /voc /acc pl (ionic) -
8 πρυτανήιον
πρυτανεῖονthe magistrates' hall: neut nom /voc /acc sg (ionic) -
9 πρυτανείω
πρυτάνειοςof: masc /neut nom /voc /acc dualπρυτάνειοςof: masc /neut gen sg (doric aeolic)πρυτανεί̱ω, πρυτανεῖονthe magistrates' hall: neut nom /voc /acc dualπρυτανεί̱ω, πρυτανεῖονthe magistrates' hall: neut gen sg (doric aeolic)——————πρυτάνειοςof: masc /neut dat sgπρυτανεί̱ῳ, πρυτανεῖονthe magistrates' hall: neut dat sg -
10 πρυτανεί'
πρυτανεῖαι, πρυτανείαpresidency: fem nom /voc plπρυτανεῖα, πρυτανεῖονthe magistrates' hall: neut nom /voc /acc pl -
11 πρυτανεῖ'
πρυτανεῖαι, πρυτανείαpresidency: fem nom /voc plπρυτανεῖα, πρυτανεῖονthe magistrates' hall: neut nom /voc /acc pl -
12 πρυτανεία
-
13 πρυτανεῖα
-
14 πρυτανείοις
πρυτάνειοςof: masc /neut dat plπρυτανεί̱οις, πρυτανεῖονthe magistrates' hall: neut dat pl -
15 πρυτανείου
πρυτάνειοςof: masc /neut gen sgπρυτανεί̱ου, πρυτανεῖονthe magistrates' hall: neut gen sg -
16 πρυτανείωι
πρυτανείῳ, πρυτάνειοςof: masc /neut dat sgπρυτανεί̱ῳ, πρυτανεῖονthe magistrates' hall: neut dat sg -
17 πρυτανείων
πρυτάνειοςof: fem gen plπρυτάνειοςof: masc /neut gen plπρυτανεί̱ων, πρυτανεῖονthe magistrates' hall: neut gen pl -
18 πρυτανηίω
-
19 πρυτανηίῳ
-
20 prytanēum or prytanīon
prytanēum or prytanīon ī, n, πρυτανεῖον, in Greece, a city hall, hall of the prytanes, state dining hall, C., L.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρυτανεῖον — the magistrates hall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανείον — Δημόσιο οίκημα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις, που ήταν αφιερωμένο στην Εστία, και χρησίμευε και ως έδρα του πρυτάνεως. Στην Αθήνα, το π. ήταν έδρα του επώνυμου άρχοντα, και εκεί φιλοξενούσαν τους ξένους πρέσβεις και τους Αθηναίους… … Dictionary of Greek
πρυτάνειον — πρυτάνειος of masc acc sg πρυτάνειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανεῖα — πρυτανεῖον the magistrates hall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανηίου — πρυτανεῖον the magistrates hall neut gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανηίῳ — πρυτανεῖον the magistrates hall neut dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανήια — πρυτανεῖον the magistrates hall neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανήιον — πρυτανεῖον the magistrates hall neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PRYTANEUM — placet hîc adscribere Etymologici magni verba, quae sunt: Τόπος ἦν παῤ Α᾿θηναίοις, εν ῳ κοιναὶ σιτήσεις τοῖς δημοσίοις ἐυεργέταις ἐδίδοντο, ὅθεν καὶ Πρυτανεῖον ἐκαλεῖτο, ὁιονεὶ πυροταμεῖον. Πυρὸς γὰρ ὁ σῖτος: τουτέςτι τοῦ σίτου δημοσίου ταμεῖον.… … Hofmann J. Lexicon universale
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek