-
1 Πανικος
-
2 πανικός
πανικός, vom Pan herrührend, Sp.; bes. π. ϑόρυβος, π. ταραχαί, π. δεῖμα u. dgl., ein panischer Schreck, d. i. ein plötzlicher Schreck, dessen Ursache nicht sogleich deutlich ist.
-
3 Πανικός
II of fears, panic, groundless,π. δεῖμα J.BJ5.2.5
; πανικόν, τό, panic,π. ἐμπεσόντος αὐτοῖς Plb.20.6.12
;πανικῷ περιπεσόντες Id.5.96.3
: pl.πανικά D.H.5.16
; alsoθόρυβος ὁ καλούμενος π. D.S.14.32
;π. τάραχος Plu. Caes.43
, Onos.41.2, cf. Plu.2.356d, Corn.ND27, Polyaen.1.2, Sch.E. Rh.36: hence πανικόν, a canard, startling and baseless rumour, Cic. Att.14.3.1, 16.1.4; cf. πάνειον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πανικός
-
4 πανικός
-
5 Πανικός
Πᾱνικός, Πανικόςof: masc nom sg -
6 πανικός
ο паника;σηκώνω ( — или προκαλώ) πανικό — поднимать панику
-
7 πανικός
[паникос] ουσ α паника. -
8 πανικός
1) affolement2) panique -
9 πανικός
1) paniczny przym.2) panika (f) rzecz.3) popłoch (m) rzecz. -
10 πανικός
1) panický2) panika -
11 πανικός
panicΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πανικός
-
12 τσο(μ)πανικός
η, ο пастушеский, пастуший -
13 τσο(μ)πανικός
η, ο пастушеский, пастуший -
14 Πανικά
Πᾱνικά, Πανικόςof: neut nom /voc /acc plΠᾱνικά̱, Πανικόςof: fem nom /voc /acc dualΠᾱνικά̱, Πανικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 Πανικών
-
16 Πανικῶν
-
17 Πανικόν
Πᾱνικόν, Πανικόςof: masc acc sgΠᾱνικόν, Πανικόςof: neut nom /voc /acc sg -
18 Πανικής
-
19 Πανικῆς
-
20 Πανικοίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πανικός — Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν π. τον φόβο που προερχόταν από τον θεό Πάνα. Σήμερα π. λέγεται ο μεγάλος φόβος που εξαιτίας του παραλύει ο λογικός έλεγχος των πράξεων εκείνων που τους διακατέχει. Στην ψυχοπαθολογία π. λέγεται ο φόβος που παραλύει τα… … Dictionary of Greek
πανικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο θεό Πάνα. 2. το αρσ. ως ουσ., πανικός δυνατός φόβος ατόμου ή ατόμων που δημιουργείται από την εμφάνιση ή την πιθανότητα εμφάνισης μεγάλου κινδύνου: Από την έκρηξη προκλήθηκε πανικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πανικός — Πᾱνικός , Πανικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φόβος πάνικος. — φόβος πάνικος. См. Паника … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πανικά — Πᾱνικά , Πανικός of neut nom/voc/acc pl Πᾱνικά̱ , Πανικός of fem nom/voc/acc dual Πᾱνικά̱ , Πανικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοπανικά — τὰ, Α προσποιητός, ψεύτικος πανικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πανικός] … Dictionary of Greek
Πανικῶν — Πᾱνικῶν , Πανικός of fem gen pl Πᾱνικῶν , Πανικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανικόν — Πᾱνικόν , Πανικός of masc acc sg Πᾱνικόν , Πανικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
паника — Через нем. Раnik из франц. panique от лат. panicus, греч. πανικός, от имени лесного бога Пана, греч. Πά̄ν; см. Шульц–Баслер 2, 298 и сл.; Клюге Гётце 430. Греки и римляне приписывали происхождение ужаса, навеянного ложной тревогой, богу Пану … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia