-
1 Μαραθωνιος
-
2 Μαραθώνιος
Μαραθώνιοςovergrown with fennel: masc nom sg -
3 μαραθώνιος
α, ο [ία, ον] марафонский;μαραθώνιος δρόμος — марафонский бег;
μαραθώνιοςα πορείο:
ειρήνης марафонский поход, марш мира -
4 μαραθώνιος
marathon -
5 μαραθώνιος
maraton (m) rzecz. -
6 μαραθώνιος
maratón -
7 μαραθώνιος
marathonΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαραθώνιος
-
8 marathon
μαραθώνιος -
9 maratón
μαραθώνιος -
10 marathon
μαραθώνιος -
11 maraton
μαραθώνιος -
12 Μαραθωνίων
Μαραθώνιοςovergrown with fennel: fem gen plΜαραθώνιοςovergrown with fennel: masc /neut gen pl -
13 Μαραθώνιον
Μαραθώνιοςovergrown with fennel: masc acc sgΜαραθώνιοςovergrown with fennel: neut nom /voc /acc sg -
14 Μαραθωνίοις
Μαραθώνιοςovergrown with fennel: masc /neut dat pl -
15 Μαραθωνίου
Μαραθώνιοςovergrown with fennel: masc /neut gen sg -
16 Μαραθώνια
Μαραθώνιοςovergrown with fennel: neut nom /voc /acc pl -
17 Μαραθώνιαι
Μαραθώνιοςovergrown with fennel: fem nom /voc pl -
18 Μαραθώνιε
Μαραθώνιοςovergrown with fennel: masc voc sg -
19 Μαραθώνιοι
Μαραθώνιοςovergrown with fennel: masc nom /voc pl -
20 марафонский
марафонскийприл ист. μαραθώνιος:\марафонский бег ὁ μαραθώνιος δρόμος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Μαραθώνιος — overgrown with fennel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαραθώνιος — Βλ. λ. αθλητισμός (αγωνίσματα). * * * α, ο (AM μαραθώνιος, ία, ον) [Μαραθώνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μαραθώνα ή προέρχεται από τον Μαραθώνα II νεοελλ. 1. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Μαραθώνιος, η Μαραθώνια ο κάτοικος τού… … Dictionary of Greek
μαραθώνιος — α, ο 1. ο σχετικός με το Μαραθώνα. 2. μτφ., με μεγάλη διάρκεια: Η απόφαση των ενόρκων βγήκε ύστερα από μαραθώνια συνεδρίαση. 3. «μαραθώνιος δρόμος», αγώνισμα δρόμου αντοχής περίπου 42 χλμ., όση η απόσταση από το Μαραθώνα ως την Αθήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαραθώνιος — ο θηλ. α ο κάτοικος του Μαραθώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαραθωνίων — Μαραθώνιος overgrown with fennel fem gen pl Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθώνιον — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc acc sg Μαραθώνιος overgrown with fennel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθωνίοις — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθωνίου — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθωνίῳ — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθώνια — Μαραθώνιος overgrown with fennel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθώνιαι — Μαραθώνιος overgrown with fennel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)