Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Λῐβῠκός

См. также в других словарях:

  • Λιβυκός — the west bank of the Nile masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβυκός — ή, ό (Α Λιβυκός, ή, όν) [Λιβύη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λιβύη ή προέρχεται από τη Λιβύη (α. «λιβυκό πετρέλαιο» β. «Λιβυκό Πέλαγος» γ. «ἐκ τοῡ Ἀραβίου ὄρεος ἐς τὸ Λιβυκὸν καλεόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. δυτικός 2. φρ. α. «Λιβυκὸν ὄρνεον»… …   Dictionary of Greek

  • λιβυκός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στη Λιβύη: Λιβυκή έρημος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τερέντιος, ΄Αφερ (Λιβυκός) Πόπλιος — (Publius Terentius Afer, Καρχηδόνα περίπου 190 π.Χ. – περίπου ; 160). Ρωμαίος κωμικός ποιητής. Δούλος του συγκλητικού Τερέντιου Λουκανού, απέκτησε πολιτικά δικαιώματα, αφού έγινε απελεύθερος. Έζησε σε στενή επαφή με τους ελληνίζοντες κύκλους των… …   Dictionary of Greek

  • Λιβυκά — Λιβυκός the west bank of the Nile neut nom/voc/acc pl Λιβυκά̱ , Λιβυκός the west bank of the Nile fem nom/voc/acc dual Λιβυκά̱ , Λιβυκός the west bank of the Nile fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιβυκῶν — Λιβυκός the west bank of the Nile fem gen pl Λιβυκός the west bank of the Nile masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιβυκόν — Λιβυκός the west bank of the Nile masc acc sg Λιβυκός the west bank of the Nile neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιβυκαῖς — Λιβυκός the west bank of the Nile fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιβυκαῖσι — Λιβυκός the west bank of the Nile fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιβυκαί — Λιβυκός the west bank of the Nile fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιβυκοῖο — Λιβυκός the west bank of the Nile masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»