-
1 Λεύκιππος
Λεύκιπποςriding: masc nom sg -
2 λεύκιππος
λεύκιπποςriding: masc /fem nom sg -
3 λεύκιππος
λεύκιππος, -ον1 with white horses φοινικόπεζαν ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν Persephone O. 6.95 “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων, κεδνοὶ πολῖται, φράσσατέ μοι σαφέως” i. e. of the noble ancestors of Jason P. 4.117 λευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς (by hypallage for λευκίππων Καδμ.) P. 9.83 λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται fr. 202. -
4 λεύκιππος
λεύκ-ιππος, ον,A riding or driving white horses, Ibyc.16, Stesich.86, Pi.P.4.117, S.El. 706; of Persephone, Pi.O.6.95;λ. Ἀώς B.Scol.Oxy. 24
.2 λ. ἀγυιαί full of white horses, Pi.P.9.83.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεύκιππος
-
5 λεύκιππον
λεύκιπποςriding: masc /fem acc sgλεύκιπποςriding: neut nom /voc /acc sg -
6 Λευκίπποιο
Λεύκιπποςriding: masc gen sg (epic) -
7 Λευκίπποις
Λεύκιπποςriding: masc dat pl -
8 Λευκίπποισι
Λεύκιπποςriding: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
9 Λευκίππου
Λεύκιπποςriding: masc gen sg -
10 Λευκίππους
Λεύκιπποςriding: masc acc pl -
11 Λευκίππων
Λεύκιπποςriding: masc gen pl -
12 Λεύκιππε
Λεύκιπποςriding: masc voc sg -
13 Λεύκιπποι
Λεύκιπποςriding: masc nom /voc pl -
14 Λεύκιππον
Λεύκιπποςriding: masc acc sg -
15 λευκίπποιο
λεύκιπποςriding: masc /fem /neut gen sg (epic) -
16 λευκίπποις
λεύκιπποςriding: masc /fem /neut dat pl -
17 λευκίπποισι
λεύκιπποςriding: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
18 λευκίππου
λεύκιπποςriding: masc /fem /neut gen sg -
19 λευκίππους
λεύκιπποςriding: masc /fem acc pl -
20 λευκίππων
λεύκιπποςriding: masc /fem /neut gen pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Λεύκιππος — riding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκιππος — riding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκιππος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας και ιδρυτής της «επί Μαιάνδρω» Μαγνησίας. Ήταν γιος του Ξάνθιου και απόγονος του Βελλεροφόντη. Όπως αναφέρει ο Ερμησιάναξ (4ος 3ος αι. π.Χ.), διακρινόταν για τη μεγάλη σωματική του δύναμη και τις εξαιρετικές … Dictionary of Greek
λεύκιππον — λεύκιππος riding masc/fem acc sg λεύκιππος riding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκίπποιο — Λεύκιππος riding masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκίπποιο — λεύκιππος riding masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκίπποις — Λεύκιππος riding masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκίπποις — λεύκιππος riding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκίπποισι — Λεύκιππος riding masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκίπποισι — λεύκιππος riding masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκίππου — Λεύκιππος riding masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)