-
1 Καρανός
Καρανόςmasc nom sg -
2 Κάρανος
Κάρανοςa chief: masc nom sg -
3 κάρανος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρανος
-
4 κάρανος
κάρᾱνος, κάρανοςa chief: masc nom sg -
5 κάρανος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάρανος
-
6 Καρανέ
Καρανόςmasc voc sg -
7 Καρανόν
Καρανόςmasc acc sg -
8 Καρανώ
Καρανόςmasc nom /voc /acc dual -
9 Καράνου
Κάρανοςa chief: masc gen sg -
10 Καράνων
Κάρανοςa chief: masc gen pl -
11 Κάρανον
Κάρανοςa chief: masc acc sg -
12 Καρανώ
-
13 Καρανού
-
14 Καρανοῦ
-
15 Καράνω
-
16 Καράνῳ
-
17 καράνου
καρά̱νου, κάρανονneut gen sgκαρά̱νου, κάρανοςa chief: masc gen sgκαρά̱νου, κάρηνονhead: neut gen sg (doric)καρά̱νου, καρανόωachieve: pres imperat act 2nd sgκαρά̱νου, καρανόωachieve: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
18 καράνω
καρά̱νῳ, κάρανονneut dat sgκαρά̱νῳ, κάρανοςa chief: masc dat sgκαρά̱νῳ, κάρηνονhead: neut dat sg (doric) -
19 καράνῳ
καρά̱νῳ, κάρανονneut dat sgκαρά̱νῳ, κάρανοςa chief: masc dat sgκαρά̱νῳ, κάρηνονhead: neut dat sg (doric) -
20 καράνων
καρά̱νων, κάρανονneut gen plκαρά̱νων, κάρανοςa chief: masc gen plκαρά̱νων, κάρηνονhead: neut gen pl (doric)καρά̱νων, καρανόωachieve: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)καρά̱νων, καρανόωachieve: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Καρανός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάρανος — a chief masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρανος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 162 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κέντρο του νομού, 25 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουσούρων. * * * κάρανος, ὁ (Α) [κάρα] δωρ. τ. τού κοίρανος* … Dictionary of Greek
καράνος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 162 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κέντρο του νομού, 25 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουσούρων. * * * καράνος, ὁ (Μ) αμαρτωλός που βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
κάρανος — κάρᾱνος , κάρανος a chief masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρανοῦ — Καρανός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρανέ — Καρανός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρανῶ — Καρανός masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρανῷ — Καρανός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρανόν — Καρανός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρανώ — Καρανός masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)