-
1 Κρήτη
Κρήτηfrom Crete: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————Κρήτηfrom Crete: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 κρήτη
κρήτηfrom Crete: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————κρήτηfrom Crete: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 Κρήτη
AΚρητάων εὐρειάων Od.14.199
, 16.62: [full] Κρήτηθεν or [suff] κρῆς-θε, from Crete, Il.3.233, Q.S.5.35<*>, Porph. Abst.2.21: Κρήτηνδε to Crete, Od.19.186. -
4 κρήτη
κρήτη, ἡ, = Lat. -
5 Κρήτη
Κρήτη, also pl. Κρῆται: Crete; epithets, ἑκατόμπολις, εὐρεῖα, Od. 19.172, 1.— Κρήτηνδε, to Crete, Od. 19.186 ; Κρήτηθεν, from Crete, Il. 3.233.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Κρήτη
-
6 Κρήτη
Κρήτη, ης, ἡ (Hom. et al.; ins; 1 Macc 10:67; Philo, Spec. Leg. 3, 43; Joseph.; Tat. 39, 3; SibOr) Crete Ac 27:7, 12f, 21; Tit 1:5; subscr. v.l. (as early as Il. 2, 649 Crete was famous for its many cities; Ps.-Scylax [ed. BFabricius 1878] has the names of many cities).—LCottrell, The Bull of Minos ’53; RWilletts, Everday Life in Ancient Crete ’69; Warnecke, Romfahrt 21–28.—OEANE II 70–72. M-M. -
7 Κρήτῃ
Βλ. λ. Κρήτη -
8 κρήτῃ
Βλ. λ. κρήτη -
9 Κρήτηι
Κρήτῃ, Κρήτηfrom Crete: fem dat sg (attic epic ionic) -
10 κρήτηι
κρήτῃ, κρήτηfrom Crete: fem dat sg (attic epic ionic) -
11 Κρήταις
Κρήτηfrom Crete: fem dat pl -
12 Κρήτην
Κρήτηfrom Crete: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 Κρήτης
Κρήτηfrom Crete: fem gen sg (attic epic ionic) -
14 κρήταις
κρήτηfrom Crete: fem dat pl -
15 κρήτην
κρήτηfrom Crete: fem acc sg (attic epic ionic) -
16 κρήτης
κρήτηfrom Crete: fem gen sg (attic epic ionic) -
17 Κρήτα
Κρήτᾱ, Κρήτηfrom Crete: fem nom /voc /acc dualΚρήτᾱ, Κρήτηfrom Crete: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————Κρήτᾱͅ, Κρήτηfrom Crete: fem dat sg (doric aeolic) -
18 κρήτα
κρήτᾱ, κρήτηfrom Crete: fem nom /voc /acc dualκρήτᾱ, κρήτηfrom Crete: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————κρήτᾱͅ, κρήτηfrom Crete: fem dat sg (doric aeolic) -
19 Κρήτας
Κρήτᾱς, Κρήτηfrom Crete: fem acc plΚρήτᾱς, Κρήτηfrom Crete: fem gen sg (doric aeolic) -
20 κρήτας
κρήτᾱς, κρήτηfrom Crete: fem acc plκρήτᾱς, κρήτηfrom Crete: fem gen sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
Κρήτη — from Crete fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — from Crete fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρήτῃ — Κρήτη from Crete fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτῃ — κρήτη from Crete fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Κρήτη — Sp Kretà Ap Κρήτη/Krētē, Kriti L s. tarp Viduržemio ir Egėjo j., Graikijos ist. ir adm. sritis … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μάρτυρες, Δέκα οι εν Κρήτη — Πρόκειται για τους Θεόδουλο, Σατορίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Πόντιο, Αγαθόπουλο, Βασιλίδη και Ευάρεστο, οι οποίοι μαρτύρησαν στην Κρήτη επί Δεκίου (249 251) με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 23 Δεκεμβρίου … Dictionary of Greek
Αδραμυττηνός, Εμμανουήλ — (Κρήτη 1445; – Παβία, Ιταλία 1485;).Κρητικός λόγιος. Το όνομά του συνδέεται με την ανάπτυξη των ελληνικών σπουδών στη Βενετία. Άσκησε σημαντική επιρροή σε διάσημους Ιταλούς ουμανιστές και είχε σχέσεις με τους πρώτους Κρητικούς τυπογράφους της… … Dictionary of Greek
Βλάχος, Γεράσιμος — (Κρήτη 1607 – 1685). Λόγιος από την Κρήτη, μητροπολίτης Φιλαδελφείας, φιλόσοφος και θεολόγος. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κρήτη πήγε στην Ιταλία για ανώτερες σπουδές. Το 1652 εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου διετέλεσε εφημέριος και… … Dictionary of Greek
Αντωνιάδης, Σπυρίδων — (Κρήτη 1808 – Αθήνα 1873). Συγγραφέας και πολιτικός. Καταγόταν από ιστορική οικογένεια της Κρήτης και ήταν αδελφός του πολιτικού και δημοσιογράφου Εμμανουήλ Αντωνιάδη (βλ. λ.). Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στην Κρήτη και μετά φοίτησε στη σχολή της … Dictionary of Greek
Δανέζης, Εμμανουήλ — (Κρήτη 1770 – Αίγινα 1830). Αγωνιστής του 1821. Πριν αρχίσει η Επανάσταση ήταν εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη και είχε γίνει πολύ πλούσιος. Είχε δική του τράπεζα και συναλλασσόταν με το τουρκικό ναυαρχείο. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία αλλά… … Dictionary of Greek