-
1 Καλαμινθιος
См. также в других словарях:
καλαμίνθιος — καλαμίνθιος, ὁ (Α) [καλαμίνθη] κωμική προσωνυμία ενός είδους βατράχου … Dictionary of Greek
Καλαμίνθιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλαμίνθιον — Καλαμίνθιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)