Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Καδμέϊος

См. также в других словарях:

  • Καδμεῖος — the Cadmeans masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καδμείος — α, ο (Α καδμεῑος, εία, ον, ιων. τ. καδμήιος, ίη, ον, θηλ. και καδμηίς, ίδος, ποιητ. τ. καδμέιος [Κάδμος] 1. αυτός που προέρχεται από τον Κάδμο ή ανήκει ή αναφέρεται στον Κάδμο, τον θεμελιωτή τών αρχαίων Θηβών 2. φρ. α) «καδμήια γράμματα» οι… …   Dictionary of Greek

  • καδμείος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάδμο: Τα γράμματα του ελληνικού αλφάβητου τα έλεγαν καδμεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καδμεῖον — Καδμεῖος the Cadmeans masc acc sg Καδμεῖος the Cadmeans neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καδμεῖα — Καδμεῖος the Cadmeans neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καδμεῖαι — Καδμεῖος the Cadmeans fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καδμεῖε — Καδμεῖος the Cadmeans masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καδμεῖοι — Καδμεῖος the Cadmeans masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καδμηίην — Καδμεῖος the Cadmeans fem acc sg (epic ionic) Καδμήιος the Cadmeans fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καδμήια — Καδμεῖος the Cadmeans neut nom/voc/acc pl (ionic) Καδμήιος the Cadmeans neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καδμήιος — Καδμεῖος the Cadmeans masc nom sg (ionic) Καδμήιος the Cadmeans masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»