-
1 Ηραίος
-
2 Ἡραῖος
-
3 Ἡραῖος
A of Hera, Ἥραιον or Ἡραῖον (sc. ἱερόν), τό, temple of Hera, Hdt.1.70, Th.3.68, Duris 60 J., etc.: Ἡραῖα (sc. ἱερά), τά, her festiual,Ἡ. τὰ ἐν Ἄργει SIG1064.9
(Halic.), cf. Paus.2.24.2; epith. of Zeus,Διῒ Ἡραίῳ χοῖρος IG12.840.21
. -
4 Ηραία
Ἡραίᾱ, Ἡραίευςmasc acc sg (attic)Ἡραί̱ᾱ, Ἡραῖοςof Hera: fem nom /voc /acc dualἩραί̱ᾱ, Ἡραῖοςof Hera: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἡραί̱ᾱͅ, Ἡραῖοςof Hera: fem dat sg (attic doric aeolic) -
5 Ηραίον
-
6 Ἡραῖον
-
7 Ηραίας
Ἡραίᾱς, Ἡραίευςmasc acc plἩραί̱ᾱς, Ἡραῖοςof Hera: fem acc plἩραί̱ᾱς, Ἡραῖοςof Hera: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 Ἡραίας
Ἡραίᾱς, Ἡραίευςmasc acc plἩραί̱ᾱς, Ἡραῖοςof Hera: fem acc plἩραί̱ᾱς, Ἡραῖοςof Hera: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 Ηραίων
Ἥραιονneut gen plἩραί̱ων, Ἡραῖοςof Hera: fem gen plἩραί̱ων, Ἡραῖοςof Hera: masc /neut gen pl -
10 Ἡραίων
Ἥραιονneut gen plἩραί̱ων, Ἡραῖοςof Hera: fem gen plἩραί̱ων, Ἡραῖοςof Hera: masc /neut gen pl -
11 Ηραίως
-
12 Ἡραίως
-
13 Ηραία
-
14 Ἡραῖα
-
15 Ηραίοι
-
16 Ἡραῖοι
-
17 Ηραιέων
Ἡραίευςmasc gen plἩραῑέων, Ἡραῖοςof Hera: masc /fem gen pl (epic ionic)Ἡραιεύςmasc gen plἩραιέω̆ν, Ἡραιεύςmasc gen pl -
18 Ἡραιέων
Ἡραίευςmasc gen plἩραῑέων, Ἡραῖοςof Hera: masc /fem gen pl (epic ionic)Ἡραιεύςmasc gen plἩραιέω̆ν, Ἡραιεύςmasc gen pl -
19 Ηραίαν
-
20 Ἡραίαν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ηραίος — ἡραῑος, αία, ον, αρσ. αιολ. τ. ἤραος και ἡραιών (Α) 1. αυτός που ανήκει στην Ήρα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἡραῑον ή Ἥραιον (ενν. Ιερόν) ναός τής Ήρας 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά Ἡραῑα γιορτή προς τιμήν τής Ήρας 4. το αρσ. ως ουσ. ο Ἡραῑος (ενν.… … Dictionary of Greek
Ἡραῖος — of Hera masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡραῖον — Ἡραῖος of Hera masc acc sg Ἡραῖος of Hera neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡραῖα — Ἡραῖος of Hera neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡραῖοι — Ἡραῖος of Hera masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡραία — Ἡραίᾱ , Ἡραίευς masc acc sg (attic) Ἡραί̱ᾱ , Ἡραῖος of Hera fem nom/voc/acc dual Ἡραί̱ᾱ , Ἡραῖος of Hera fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡραίας — Ἡραίᾱς , Ἡραίευς masc acc pl Ἡραί̱ᾱς , Ἡραῖος of Hera fem acc pl Ἡραί̱ᾱς , Ἡραῖος of Hera fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡραίων — Ἥραιον neut gen pl Ἡραί̱ων , Ἡραῖος of Hera fem gen pl Ἡραί̱ων , Ἡραῖος of Hera masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡραίως — Ἡραί̱ως , Ἡραῖος of Hera adverbial Ἡραί̱ως , Ἡραῖος of Hera masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηρεμαίος — ἠρεμαῑος, αία, ον (AM) αυτός που δεν προκαλεί αναταραχή, που αντιμετωπίζεται με ηρεμία και αταραξία («ἠρεμαῑαι λῡπαι, ἡδοναί», Πλάτ.) αρχ. 1. φρ. «πῡρ ἠρεμαῑον» χαμηλός πυρετός (Ιπποκρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠρεμαῑα ήρεμα. επίρρ...… … Dictionary of Greek
Ἡραιέων — Ἡραίευς masc gen pl Ἡραῑέων , Ἡραῖος of Hera masc/fem gen pl (epic ionic) Ἡραιεύς masc gen pl Ἡραιέω̆ν , Ἡραιεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)