Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Εὔ-μαιος

  • 1 Μάιος

    Μάϊος, Μάιος
    Maius: masc nom sg

    Morphologia Graeca > Μάιος

  • 2 Μάϊος

    Μάϊος (with or without μήν), , = Lat.
    A Maius, May, D.H.1.38, Plu. Num.19, etc.: as Adj., Καλάνδαι Μάϊαι the Calends of May, Id.Rom. 12.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μάϊος

  • 3 Μαία

    Μαΐᾱ, Μάιος
    Maius: fem nom /voc /acc dual
    Μαΐᾱ, Μάιος
    Maius: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)
    Μαί̱ᾱ, Μαῖα
    fem nom /voc /acc dual
    Μαίᾱ, Μαῖα
    fem nom /voc /acc dual (ionic)
    Μαίᾱ, Μαῖα
    fem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)
    ——————
    Μαΐᾱͅ, Μάιος
    Maius: fem dat sg (attic doric aeolic)
    Μαί̱ᾱͅ, Μαῖα
    fem dat sg (attic doric aeolic)
    Μαίᾱͅ, Μαῖα
    fem dat sg (attic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > Μαία

  • 4 Μαίω

    Μαΐω, Μάιος
    Maius: masc /neut nom /voc /acc dual
    Μαΐω, Μάιος
    Maius: masc /neut gen sg (doric aeolic)
    ——————
    Μαΐῳ, Μάιος
    Maius: masc /neut dat sg

    Morphologia Graeca > Μαίω

  • 5 Μαίας

    Μαΐᾱς, Μάιος
    Maius: fem acc pl
    Μαΐᾱς, Μάιος
    Maius: fem gen sg (attic doric aeolic)
    Μαί̱ᾱς, Μαῖα
    fem acc pl
    Μαί̱ᾱς, Μαῖα
    fem gen sg (attic doric aeolic)
    Μαίᾱς, Μαῖα
    fem acc pl (ionic)
    Μαίᾱς, Μαῖα
    fem gen sg (attic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > Μαίας

  • 6 Μαίη

    Μαΐη, Μάιος
    Maius: fem nom /voc sg (epic ionic)
    Μαῖα
    fem nom /voc sg (epic ionic)
    ——————
    Μαΐῃ, Μάιος
    Maius: fem dat sg (epic ionic)
    Μαί̱ῃ, Μαῖα
    fem dat sg (epic ionic)
    Μαῖα
    fem dat sg (epic ionic)

    Morphologia Graeca > Μαίη

  • 7 Μαίων

    Μαΐων, Μάιος
    Maius: fem gen pl
    Μαΐων, Μάιος
    Maius: masc /neut gen pl
    Μαίων
    masc nom /voc sg

    Morphologia Graeca > Μαίων

  • 8 Μάιον

    Μάϊον, Μάιος
    Maius: masc acc sg
    Μάϊον, Μάιος
    Maius: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > Μάιον

  • 9 Μαίαι

    Μαΐᾱͅ, Μάιος
    Maius: fem dat sg (attic doric aeolic)
    Μαί̱ᾱͅ, Μαῖα
    fem dat sg (attic doric aeolic)
    Μαίᾱͅ, Μαῖα
    fem dat sg (attic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > Μαίαι

  • 10 Μαίαιν

    Μαΐαιν, Μάιος
    Maius: fem gen /dat dual
    Μαί̱αιν, Μαῖα
    fem gen /dat dual
    Μαῖα
    fem gen /dat dual (ionic)

    Morphologia Graeca > Μαίαιν

  • 11 Μαίαις

    Μαΐαις, Μάιος
    Maius: fem dat pl
    Μαί̱αις, Μαῖα
    fem dat pl
    Μαῖα
    fem dat pl (ionic)

    Morphologia Graeca > Μαίαις

  • 12 Μαίαν

    Μαΐᾱν, Μάιος
    Maius: fem acc sg (attic doric aeolic)
    Μαίᾱν, Μαῖα
    fem acc sg (attic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > Μαίαν

  • 13 Μαίην

    Μαΐην, Μάιος
    Maius: fem acc sg (epic ionic)
    Μαῖα
    fem acc sg (epic ionic)

    Morphologia Graeca > Μαίην

  • 14 Μαίης

    Μαΐης, Μάιος
    Maius: fem gen sg (epic ionic)
    Μαί̱ης, Μαῖα
    fem gen sg (epic ionic)
    Μαῖα
    fem gen sg (epic ionic)

    Morphologia Graeca > Μαίης

  • 15 Μαίοις

    Μαΐοις, Μάιος
    Maius: masc /neut dat pl

    Morphologia Graeca > Μαίοις

  • 16 Μαίοισι

    Μαΐοισι, Μάιος
    Maius: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > Μαίοισι

  • 17 Μαίου

    Μαΐου, Μάιος
    Maius: masc /neut gen sg

    Morphologia Graeca > Μαίου

  • 18 Μαίους

    Μαΐους, Μάιος
    Maius: masc acc pl
    Μαίων
    masc acc pl

    Morphologia Graeca > Μαίους

  • 19 Μαίωι

    Μαΐῳ, Μάιος
    Maius: masc /neut dat sg

    Morphologia Graeca > Μαίωι

  • 20 επιτίμαιος

    ἐπιτί̱μαιος, ἐπιτίμαιος
    fault-finder: masc nom sg

    Morphologia Graeca > επιτίμαιος

См. также в других словарях:

  • Μάιος — Μάϊος , Μάιος Maius masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάιος — Ο πέμπτος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου, με 31 ημέρες. Τρίτος μήνας του παλιού ρωμαϊκού ημερολογίου, έγινε πέμπτος το 153 π.Χ. και ως πέμπτος διατηρήθηκε και στο ιουλιανό ημερολόγιο. Πιστεύεται ότι η ονομασία Μάιος (Maius) δόθηκε στον μήνα… …   Dictionary of Greek

  • Μάιος — ο ο πέμπτος μήνας του χρόνου, ο Μάης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνική Επανάσταση — Η Επανάσταση που έλαβε χώρα μεταξύ 1821 29 και είχε ως στόχο την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Παρότι πολλές άλλες απόπειρες είχαν προηγηθεί, η τελευταία ήταν επιτυχής γιατί είχε πιο καθολικό χαρακτήρα, ήταν πιο οργανωμένη και αποτέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Γενεύη — (γαλλ. Genéve, ιταλ. Ginevra, γερμ. Genf). Πόλη (175.000 κάτ. το 2000) της δυτικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (282 τ. χλμ., 408.800 κάτ. το 2000). Βρίσκεται κοντά στα γαλλικά σύνορα, στο νοτιοδυτικό άκρο της ομώνυμης λίμνης. Τον… …   Dictionary of Greek

  • Μάης — ο 1. ο μήνας Μάιος 2. (ως προσηγορικό) στεφάνι που κατασκευάζεται από άνθη και κρεμιέται πάνω από την πόρτα τού σπιτιού κατά την πρωτομαγιά 3. κοινή ονομασία τού φυτού Statice sinuata 4. φρ. α) «τον κόκκινο Μάη» ουδέποτε β) «πιάνω τον Μάη»… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Καποδίστριας, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1776 – Ναύπλιο 1831). O πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους (1828−31). H οικογένειά του, που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια και τα μέλη της είχαν πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι… …   Dictionary of Greek

  • Όθων — I (Σάλτσμπουργκ Βαυαρίας 1815 – Βαμβέργη 1867). Βασιλιάς της Ελλάδας (1833 1862), δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου A’ και της Θηρεσίας, θυγατέρας του δούκα του Σάξεν Άλτενμπουργκ. Oρίστηκε βασιλιάς των Ελλήνων σε ηλικία 17… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»