Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Διονυσιακός

См. также в других словарях:

  • διονυσιακός — ή, ό (AM διονυσιακός, ή, όν) [Διονύσια] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διόνυσο ή στα Διονύσια νεοελλ. ενθουσιώδης, οργιαστικός αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Διονυσιακά επικά ποιήματα με θέματα από τη μυθολογία τού Διονύσου 2. το ουδ. εν. ως …   Dictionary of Greek

  • Διονυσιακός — Διονῡσιακός , Διονυσιακός belonging to the Dionysia masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διονυσιακός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το θεό Διόνυσο: Διονυσιακές λατρείες. 2. οργιαστικός, ενθουσιαστικός: Η γιορτή του έγινε μέσα σε διονυσιακή ατμόσφαιρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Διονυσιακά — Διονῡσιακά , Διονυσιακός belonging to the Dionysia neut nom/voc/acc pl Διονῡσιακά̱ , Διονυσιακός belonging to the Dionysia fem nom/voc/acc dual Διονῡσιακά̱ , Διονυσιακός belonging to the Dionysia fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dionysiakos — Music of Greece General topics Ancient • Byzantine • Néo kýma • Polyphonic song Genres Entehno • Dimotika • Hip hop • Laïko • …   Wikipedia

  • Διονυσιακῶν — Διονῡσιακῶν , Διονυσιακός belonging to the Dionysia fem gen pl Διονῡσιακῶν , Διονυσιακός belonging to the Dionysia masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσιακόν — Διονῡσιακόν , Διονυσιακός belonging to the Dionysia masc acc sg Διονῡσιακόν , Διονυσιακός belonging to the Dionysia neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρομιώδης — βρομιώδης, ες (Α) [βρόμιος (II)] βακχικός, διονυσιακός …   Dictionary of Greek

  • βρόμιος — (I) α, ο [βρόμος (II)] βρόμικος, βρομερός. (II) βρόμιος, α, ον (Α) 1. ηχηρός, θορυβώδης 2. διονυσιακός, βακχικός 3. ως ουσ. Βρόμιος, ο επωνυμία του Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρόμος (III) *. Το επίθ. βρόμιος χρησιμοποιήθηκε από τον Πίνδαρο για να… …   Dictionary of Greek

  • φαλλικός — ή, ό / φαλλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαλλός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλλό νεοελλ. φρ. α) «φαλλική λατρεία» (κοινων. ανθρωπολ. θρησκειολ.) η λατρεία τής γενεσιουργού, τής αναπαραγωγικής αρχής, όπως αυτή συμβολίζεται από τα σεξουαλικά όργανα ή… …   Dictionary of Greek

  • ωμάδιος — (I) ία, ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται στους ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. άδιος (πρβλ. θνητ άδιος)]. (II) ία, ον, Α 1. (ως προσωνυμία τού Διονύσου επειδή τού προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) ωμοφάγος 2. πιθ. διονυσιακός,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»