-
1 Διονυσιακός
Διονῡσιακός, Διονυσιακόςbelonging to the Dionysia: masc nom sg -
2 Διονυσιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονυσιακός
-
3 Διονυσιακά
Διονῡσιακά, Διονυσιακόςbelonging to the Dionysia: neut nom /voc /acc plΔιονῡσιακά̱, Διονυσιακόςbelonging to the Dionysia: fem nom /voc /acc dualΔιονῡσιακά̱, Διονυσιακόςbelonging to the Dionysia: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 Διονυσιακών
Διονῡσιακῶν, Διονυσιακόςbelonging to the Dionysia: fem gen plΔιονῡσιακῶν, Διονυσιακόςbelonging to the Dionysia: masc /neut gen pl -
5 Διονυσιακῶν
Διονῡσιακῶν, Διονυσιακόςbelonging to the Dionysia: fem gen plΔιονῡσιακῶν, Διονυσιακόςbelonging to the Dionysia: masc /neut gen pl -
6 Διονυσιακόν
Διονῡσιακόν, Διονυσιακόςbelonging to the Dionysia: masc acc sgΔιονῡσιακόν, Διονυσιακόςbelonging to the Dionysia: neut nom /voc /acc sg -
7 Διονυσιακή
-
8 Διονυσιακῇ
-
9 Διονυσιακής
-
10 Διονυσιακῆς
-
11 Διονυσιακαίς
-
12 Διονυσιακαῖς
-
13 Διονυσιακαί
Διονῡσιακαί, Διονυσιακόςbelonging to the Dionysia: fem nom /voc pl -
14 Διονυσιακοίς
-
15 Διονυσιακοῖς
-
16 Διονυσιακού
-
17 Διονυσιακοῦ
-
18 Διονυσιακοί
Διονῡσιακοί, Διονυσιακόςbelonging to the Dionysia: masc nom /voc pl -
19 Διονυσιακούς
Διονῡσιακούς, Διονυσιακόςbelonging to the Dionysia: masc acc pl -
20 Διονυσιακώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διονυσιακός — ή, ό (AM διονυσιακός, ή, όν) [Διονύσια] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διόνυσο ή στα Διονύσια νεοελλ. ενθουσιώδης, οργιαστικός αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Διονυσιακά επικά ποιήματα με θέματα από τη μυθολογία τού Διονύσου 2. το ουδ. εν. ως … Dictionary of Greek
Διονυσιακός — Διονῡσιακός , Διονυσιακός belonging to the Dionysia masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διονυσιακός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το θεό Διόνυσο: Διονυσιακές λατρείες. 2. οργιαστικός, ενθουσιαστικός: Η γιορτή του έγινε μέσα σε διονυσιακή ατμόσφαιρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Διονυσιακά — Διονῡσιακά , Διονυσιακός belonging to the Dionysia neut nom/voc/acc pl Διονῡσιακά̱ , Διονυσιακός belonging to the Dionysia fem nom/voc/acc dual Διονῡσιακά̱ , Διονυσιακός belonging to the Dionysia fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dionysiakos — Music of Greece General topics Ancient • Byzantine • Néo kýma • Polyphonic song Genres Entehno • Dimotika • Hip hop • Laïko • … Wikipedia
Διονυσιακῶν — Διονῡσιακῶν , Διονυσιακός belonging to the Dionysia fem gen pl Διονῡσιακῶν , Διονυσιακός belonging to the Dionysia masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διονυσιακόν — Διονῡσιακόν , Διονυσιακός belonging to the Dionysia masc acc sg Διονῡσιακόν , Διονυσιακός belonging to the Dionysia neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρομιώδης — βρομιώδης, ες (Α) [βρόμιος (II)] βακχικός, διονυσιακός … Dictionary of Greek
βρόμιος — (I) α, ο [βρόμος (II)] βρόμικος, βρομερός. (II) βρόμιος, α, ον (Α) 1. ηχηρός, θορυβώδης 2. διονυσιακός, βακχικός 3. ως ουσ. Βρόμιος, ο επωνυμία του Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρόμος (III) *. Το επίθ. βρόμιος χρησιμοποιήθηκε από τον Πίνδαρο για να… … Dictionary of Greek
φαλλικός — ή, ό / φαλλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαλλός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλλό νεοελλ. φρ. α) «φαλλική λατρεία» (κοινων. ανθρωπολ. θρησκειολ.) η λατρεία τής γενεσιουργού, τής αναπαραγωγικής αρχής, όπως αυτή συμβολίζεται από τα σεξουαλικά όργανα ή… … Dictionary of Greek
ωμάδιος — (I) ία, ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται στους ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. άδιος (πρβλ. θνητ άδιος)]. (II) ία, ον, Α 1. (ως προσωνυμία τού Διονύσου επειδή τού προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) ωμοφάγος 2. πιθ. διονυσιακός,… … Dictionary of Greek