-
1 Δελφικός
ΔελφικόςDelphi: masc nom sg -
2 Δελφικά
ΔελφικόςDelphi: neut nom /voc /acc plΔελφικά̱, ΔελφικόςDelphi: fem nom /voc /acc dualΔελφικά̱, ΔελφικόςDelphi: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 Δελφικόν
ΔελφικόςDelphi: masc acc sgΔελφικόςDelphi: neut nom /voc /acc sg -
4 Δελφικαί
ΔελφικόςDelphi: fem nom /voc pl -
5 Δελφικοί
ΔελφικόςDelphi: masc nom /voc pl -
6 Δελφικούς
ΔελφικόςDelphi: masc acc pl -
7 Δελφικέ
ΔελφικόςDelphi: masc voc sg -
8 Δελφική
ΔελφικόςDelphi: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
9 Δελφικήν
ΔελφικόςDelphi: fem acc sg (attic epic ionic) -
10 Δελφίδ'
Δελφίδα, ΔελφίςDelphi: fem acc sgΔελφίδι, ΔελφίςDelphi: fem dat sgΔελφίδε, ΔελφίςDelphi: fem nom /voc /acc dualΔελφίδα, ΔελφικόςDelphi: fem acc sgΔελφίδι, ΔελφικόςDelphi: fem dat sgΔελφίδε, ΔελφικόςDelphi: fem nom /voc /acc dual -
11 Δελφικών
-
12 Δελφικῶν
-
13 Δελφικής
-
14 Δελφικῆς
-
15 Δελφικαίς
-
16 Δελφικαῖς
-
17 Δελφικοίς
-
18 Δελφικοῖς
-
19 Δελφικού
-
20 Δελφικοῦ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Δελφικός — Delphi masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελφικός — ή, ό (AM δελφικός, ή, όν) [Δελφοί] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δελφούς ή προέρχεται από αυτούς («το δελφικό τον ιερέα», «χρησμόν δελφικόν», «δελφικῷ ξίφει») αρχ. το θηλ. ως ουσ. η δελφική ρωμαϊκό τραπέζι με τρία πόδια … Dictionary of Greek
δελφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δελφούς: Οι δελφικοί χρησμοί ήταν ιεροί στην αρχαιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δελφικά — Δελφικός Delphi neut nom/voc/acc pl Δελφικά̱ , Δελφικός Delphi fem nom/voc/acc dual Δελφικά̱ , Δελφικός Delphi fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφικῶν — Δελφικός Delphi fem gen pl Δελφικός Delphi masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφικόν — Δελφικός Delphi masc acc sg Δελφικός Delphi neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφικαῖς — Δελφικός Delphi fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφικαί — Δελφικός Delphi fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφικοῖς — Δελφικός Delphi masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφικοί — Δελφικός Delphi masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφικοῦ — Δελφικός Delphi masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)