-
1 γιγαντειος
-
2 γιγάντειος
γιγάντειος, gigantisch, riesenhaft, Luc. Philops. 28 u. Sp.
-
3 γιγάντειος
γιγάντειος u. γιγαντιαῖος, gigantisch, riesenhaft -
4 γιγάντειος
εία, ον гигантский, громадный, колоссальный -
5 Γιγάντειος
A gigantic, AP9.708 (Phil.), Luc.Philops.23:— also [full] Γῐγανταῖος, α, ον, Aesop.53, Hsch. s.v. Ἀβραμιαῖος: [full] Γῐγαντιαῖος,σώματα Pall.in Hp.2.143
D.: [full] Γῐγαντικός, ή, όν, of or for the Giants,τὰ -κά Plu.2.360f
; monstrous,θρασύτης Simp. in Ph.1145.4
, cf. Procl.in Prm.p.659 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Γιγάντειος
-
6 Γιγαντείων
Γιγάντειοςgigantic: fem gen plΓιγάντειοςgigantic: masc /neut gen pl -
7 Γιγάντειον
Γιγάντειοςgigantic: masc acc sgΓιγάντειοςgigantic: neut nom /voc /acc sg -
8 Γιγαντείαις
Γιγάντειοςgigantic: fem dat pl -
9 Γιγαντείης
Γιγάντειοςgigantic: fem gen sg (epic ionic) -
10 Γιγαντείοις
Γιγάντειοςgigantic: masc /neut dat pl -
11 Γιγαντείοισι
Γιγάντειοςgigantic: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
12 Γιγαντείου
Γιγάντειοςgigantic: masc /neut gen sg -
13 Γιγάντεια
Γιγάντειοςgigantic: neut nom /voc /acc pl -
14 γιγαντιαῖος
γιγάντειος u. γιγαντιαῖος, gigantisch, riesenhaft -
15 γιγαντιαιος
-
16 γιγαντικος
-
17 γιγαντικός
γιγαντικός u. γιγάντιος, = γιγάντειος, Ios. u. a. Sp.
-
18 γιγαντένιος
α, ο см. γιγάντειος -
19 γιγαντιαίος
αία, ο[ν] см. γιγάντειος -
20 γιγάντινος
η, ο, γιγάντιος, α, ο[ν] см. γιγάντειος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γιγάντειος — και γιγάντιος, α, ο (AM γιγάντειος, α, ον) [γίγας] αυτός που μοιάζει στο μέγεθος ή στη δύναμη με γίγαντα ||νεοελλ. 1. υπεράνθρωπος 2. (για πράξεις ή πράγματα) αυτός που επιτελέστηκε ή συντελέστηκε με υπεράνθρωπους μόχθους … Dictionary of Greek
Γιγαντείων — Γιγάντειος gigantic fem gen pl Γιγάντειος gigantic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγάντειον — Γιγάντειος gigantic masc acc sg Γιγάντειος gigantic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγαντείαις — Γιγάντειος gigantic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγαντείης — Γιγάντειος gigantic fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγαντείοις — Γιγάντειος gigantic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγαντείοισι — Γιγάντειος gigantic masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγαντείου — Γιγάντειος gigantic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγαντείῃσι — Γιγάντειος gigantic fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγαντείῳ — Γιγάντειος gigantic masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγάντεια — Γιγάντειος gigantic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)