-
1 ἀνερείπομαι
A snatch up and carry off, ἀνηρείψαντο, of the gods, 11.20.234, cf. Pi.Pae.6.136, A.R.2.503; of the Harpies, Od.1.241, etc.; of storms, 4.727; soπαῖδα.. Ἀφροδίτη ὦρτ' ἀνερειψαμένη Hes.Th. 990
;τὴν Ἀργὼ οὐρανὸς ἀνηρείψατο Them.Or.27.333a
:—later, take upon oneself, . (The true spelling is prob. ἀνηρεψ-, which has Ms. authority in Hes.l.c. and A.R.1.214; cf.ἀ[νᾱ]ρέψατο Pi.Pae.
l.c., and ἀνερεψάμενοι, Hsch.: v. ἅρπυια.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνερείπομαι
-
2 ἀνερείπομαι
ἀν-ερείπομαι ( ἐρείπω), aor. ἀνηρείψαντο: snatch up, sweep away; esp. of the Harpies, Od. 1.241; of the rape of Ganymede, τὸν καὶ ἀνηρείψαντο θεοὶ Διὶ οἰνοχοεύειν, Il. 20.234.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνερείπομαι
-
3 ανερειφθήναι
-
4 ἀνερειφθῆναι
-
5 ανερειφθέν
-
6 ἀνερειφθέν
-
7 ανερειψαμένη
-
8 ἀνερειψαμένη
-
9 ανερειψάμενος
-
10 ἀνερειψάμενος
-
11 ανερείψασθαι
-
12 ἀνερείψασθαι
-
13 ανερείψατο
-
14 ἀνερείψατο
-
15 ανερήριπτο
-
16 ἀνερήριπτο
-
17 ανηρείψανθ'
-
18 ἀνηρείψανθ'
-
19 ανηρείψαντο
-
20 ἀνηρείψαντο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανερείπομαι — ἀνερείπομαι (Α) [ερείπω] (για θεούς) αρπάζω, αναρπάζω, απομακρύνω, κάνω άφαντο … Dictionary of Greek
ἀνερειφθῆναι — ἀνερείπομαι snatch up and carry off aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερειφθέν — ἀνερείπομαι snatch up and carry off aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερειψαμένη — ἀνερείπομαι snatch up and carry off aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερειψάμενος — ἀνερείπομαι snatch up and carry off aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερείψασθαι — ἀνερείπομαι snatch up and carry off aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερείψατο — ἀνερείπομαι snatch up and carry off aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερήριπτο — ἀνερείπομαι snatch up and carry off plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηρείψαντο — ἀνερείπομαι snatch up and carry off aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηρείψασθε — ἀνερείπομαι snatch up and carry off aor ind mid 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηρείψατο — ἀνερείπομαι snatch up and carry off aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)