-
1 Ιππόλυτος
-
2 Ἱππόλυτος
-
3 ιππόλυτος
-
4 ἱππόλυτος
-
5 ἱππόλυτος
ἱππό-λῠτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππόλυτος
-
6 ιππόλυθ'
ἱππόλυτα, ἱππόλυτοςletting horses loose: neut nom /voc /acc plἱππόλυτε, ἱππόλυτοςletting horses loose: masc /fem voc sg -
7 ἱππόλυθ'
ἱππόλυτα, ἱππόλυτοςletting horses loose: neut nom /voc /acc plἱππόλυτε, ἱππόλυτοςletting horses loose: masc /fem voc sg -
8 ιππόλυτ'
ἱππόλυτα, ἱππόλυτοςletting horses loose: neut nom /voc /acc plἱππόλυτε, ἱππόλυτοςletting horses loose: masc /fem voc sg -
9 ἱππόλυτ'
ἱππόλυτα, ἱππόλυτοςletting horses loose: neut nom /voc /acc plἱππόλυτε, ἱππόλυτοςletting horses loose: masc /fem voc sg -
10 ιππόλυτον
ἱππόλυτοςletting horses loose: masc /fem acc sgἱππόλυτοςletting horses loose: neut nom /voc /acc sg -
11 ἱππόλυτον
ἱππόλυτοςletting horses loose: masc /fem acc sgἱππόλυτοςletting horses loose: neut nom /voc /acc sg -
12 Ιππολύτοιο
-
13 Ἱππολύτοιο
-
14 Ιππολύτου
-
15 Ἱππολύτου
-
16 Ιππολύτω
-
17 Ἱππολύτῳ
-
18 Ιππολύτωι
-
19 Ἱππολύτωι
-
20 Ιππόλυθ'
См. также в других словарях:
Ἱππόλυτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππόλυτος — letting horses loose masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… … Dictionary of Greek
Ιππόλυτος — ο μυθικός ήρωας της Τροιζήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φλαντρέν, Ιππόλυτος — (Flandrin, Λιόν 1809 – Ρώμη 1864). Γάλλος ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Ενγκρ, την τεχνοτροπία του οποίου μιμήθηκε. Το 1832 πήγε στη Ρώμη, όπου έζησε πέντε χρόνια, στη διάρκεια των οποίων τιμήθηκε με το Βραβείο της Ρώμης. Εκεί δέχτηκε επίσης την… … Dictionary of Greek
ἱππόλυτον — ἱππόλυτος letting horses loose masc/fem acc sg ἱππόλυτος letting horses loose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππολύτοιο — Ἱππόλυτος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππολύτοιο — ἱππόλυτος letting horses loose masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππολύτου — Ἱππόλυτος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππολύτου — ἱππόλυτος letting horses loose masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππολύτῳ — Ἱππόλυτος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)