-
1 Ιδαίος
-
2 Ἰδαῖος
-
3 Ἰδαῖος
̆ιδαῑος1 of Ida σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα Ἰδαῖόν τε σεμνὸν ἄντρον (“lectio et hiatu et prosodico vitio laborat”, Schr.: ῥέοντ' Ἶδαῖόν Heyne: Ἰδαῖον ἄντρον ἐν Ἤλιδι Δημήτριος ὁ Σκήψιος Ἴδης τῆς ἐν Κρήτῃ ἢ τῆς ἐν Τροίᾳ· οὕτως Θέων Σ. v. Wil., 421̆{1}: cf. Περιδάιος) O. 5.18 -
4 Ἰδαῖος
-
5 Ἰδαῖος
Ἰδαῖος: of Mt. Ida, Idaean, epith. of the mountains belonging to the range, Il. 8.170, Il. 20.189; also of Zeus, whose grove and altar were upon Gargaron, Il. 16.605, Il. 24.291.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἰδαῖος
-
6 Ἴδαιος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἴδαιος
-
7 Ιδαί'
Ἰδαῖα, Ἰδαῖοςof Ida: neut nom /voc /acc plἸδαῖε, Ἰδαῖοςof Ida: masc voc sgἸδαῖαι, Ἰδαῖοςof Ida: fem nom /voc pl -
8 Ἰδαῖ'
Ἰδαῖα, Ἰδαῖοςof Ida: neut nom /voc /acc plἸδαῖε, Ἰδαῖοςof Ida: masc voc sgἸδαῖαι, Ἰδαῖοςof Ida: fem nom /voc pl -
9 Ιδαία
Ἰδαί̱ᾱ, Ἰδαῖοςof Ida: fem nom /voc /acc dualἸδαί̱ᾱ, Ἰδαῖοςof Ida: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἰδαί̱ᾱͅ, Ἰδαῖοςof Ida: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 Ιδαίον
-
11 Ἰδαῖον
-
12 Ιδαίας
-
13 Ἰδαίας
-
14 Ιδαίων
-
15 Ἰδαίων
-
16 Ιδαία
-
17 Ἰδαῖα
-
18 Ιδαίαι
-
19 Ἰδαῖαι
-
20 Ιδαίε
См. также в других словарях:
Ἰδαῖος — of Ida masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιδαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρητα, ιερέα του Ηφαίστου, ένας από τους επιφανείς Τρώες. Μαζί με τον αδελφό του, Φαληρέα, επιτέθηκε εναντίον του Διομήδη, ο οποίος όμως σκότωσε τον Φαληρέα. Ο Ήφαιστος έσωσε τον Ι., για να μην μείνει… … Dictionary of Greek
ιδαίος — α, ο 1. αυτός που έχει σχέση με το βουνό της Κρήτης Ίδη. 2. «Ιδαίο άντρο», σπήλαιο στην Ίδη, όπου κατά τη μυθολογία έκρυψε η Ρέα το Δία, μόλις αυτός γεννήθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἰδαῖον — Ἰδαῖος of Ida masc acc sg Ἰδαῖος of Ida neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Идей — (Ίδαίος): 1 сын Дардана и Хризы, переселившийся, по поздним преданиям, из Пелопоннеса, через Самофракию во Фригию и поселившийся у подошвы названного по его имени горного хребта (см. Ида). И. же приписывают поздние авторы и введение мистерий… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ἰδαῖα — Ἰδαῖος of Ida neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰδαῖαι — Ἰδαῖος of Ida fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰδαῖε — Ἰδαῖος of Ida masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰδαῖοι — Ἰδαῖος of Ida masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰδαῖ' — Ἰδαῖα , Ἰδαῖος of Ida neut nom/voc/acc pl Ἰδαῖε , Ἰδαῖος of Ida masc voc sg Ἰδαῖαι , Ἰδαῖος of Ida fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰδαία — Ἰδαί̱ᾱ , Ἰδαῖος of Ida fem nom/voc/acc dual Ἰδαί̱ᾱ , Ἰδαῖος of Ida fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)