Перевод: со всех языков на французский

с французского на все языки

)+το+τραπουλόχαρτο

См. также в других словарях:

  • τραπουλόχαρτο — το, Ν καθένα από τα παιγνιόχαρτα τής τράπουλας …   Dictionary of Greek

  • τραπουλόχαρτο — το χαρτί της τράπουλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

  • εννιάρι — το το τραπουλόχαρτο που έχει τον αριθμό εννέα …   Dictionary of Greek

  • εξάρι — το 1. το αριθμητικό σύμβολο 6 (έξι) 2. το τραπουλόχαρτο που έχει επάνω του τον αριθμό έξι 3. η πλευρά τού κύβου, τού ζαριού που έχει έξι στίγματα 4. η βαθμολογία που αντιστοιχεί στο έξι …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • παιγνιόχαρτο — το φύλλο από λεπτό χαρτόνι ορθογώνιου σχήματος, το οποίο έχει στη μία όψη του έγχρωμη παράσταση με διακριτικά σύμβολα και αριθμούς ή μόνο τα σύμβολα με αριθμούς και το οποίο χρησιμοποιείται στο χαρτοπαίγνιο, αλλ. χαρτί τής τράπουλας, χαρτί,… …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • τεσσάρι — Παλαιό χρυσό αυστριακό νόμισμα, τετραπλό δουκάτο, βάρους 13,960 γρ. χρυσού, ισότιμο με 47,41 χρυσά φράγκα της εποχής. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως για στόλισμα οι γυναίκες. Τ. λεγόταν και παλαιό χρυσό ισπανικό νόμισμα, τετραπλάσιο της πιστόλας. Είχε …   Dictionary of Greek

  • τράπουλα — Η καταγωγή της τ. είναι αβέβαιη, γιατί οι παραδόσεις κατά τις οποίες τα τραπουλόχαρτα εφευρέθηκαν στην Ινδία ή στην Κίνα δεν στηρίζονται σε βέβαιες μαρτυρίες. Οπωσδήποτε όμως είναι βέβαιο πως η τ. δεν είναι ευρωπαϊκή εφεύρεση. Λέγεται ότι στην… …   Dictionary of Greek

  • τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»