Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

)+το+δώρο+2)+(

  • 41 новогодний

    επ.
    πρωτοχρονιάτικος•

    -ые поздравления (пожелания) πρωτοχρονιάτικες ευχές•

    -ая лка χριστουγεννιάτικο δέντρο•

    -ые песни τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς•

    новогодний поди-ροκ πρωτοχρονιάτικο δώρο•

    новогодний пирог πρωτοχρονιάτικη πίτα.

    Большой русско-греческий словарь > новогодний

  • 42 отдарить

    ρ.σ.μ. ανταποδίδω δώρο, αντιδω-ρούμαι.
    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > отдарить

  • 43 подарочек

    -чка α. δώρο μικρό, δωράκι.

    Большой русско-греческий словарь > подарочек

  • 44 поднесение

    ουδ.
    1. κέρασμα, φίλεμα, τρατάρισμα.
    2. παλ. προσφορά, δωρεά.
    3. παλ. δώρο, δώρημα.

    Большой русско-греческий словарь > поднесение

  • 45 поднести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. под-несенный, βρ: -сн, -сена, -сено.
    1. φέρνω κοντά•

    поднести ложку ко рту φέρνω το κουτάλι στο στόμα•

    поднести ребнка к окну φέρνω το παϊδάκι κοντά στο παράθυρο.

    || μεταφέρω•

    поднести гранаты в окопы μεταφέρω χειροβομβίδες στα χαρακώματα.

    (απρόσ.) έλκω, τραβώ» (παρα)σύρω.
    2. κερνώ, τρατάρω, φιλεύω.
    3. προσφέρω δώρο.

    Большой русско-греческий словарь > поднести

  • 46 подносный

    επ.
    1. μεταφορικός, για μεταφορά.
    2. παλ. για προσφορά, για δώρο.

    Большой русско-греческий словарь > подносный

  • 47 получить

    -лучу, -лучишь, παθ. μτχ. - παρλθ. χρ. полученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω•

    получить письмо λαβαίνω γράμμα•

    получить подарок παίρνω δώρο•

    получить зарплату πληρώνομαι το μισθό•. получить повышение παίρνω αύξηση•

    получить заказ παίρνω παραγγελία•

    получить награду παίρνω βραβείο.

    2. εξάγω, βγάζω•

    получить каменного угля βγάζω πετροκάρβουνο•

    получить интересные выводы βγάζω ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

    3. αρρωσταίνω, μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω•

    она -ла насморк αυτή την έπιασε συνάχι ή άρπαξε συполучить νάχι.

    4. σε συνδυασμό με μερικά ουσ. στην ελληνική αποδίδεται με ρ. σημασίας απο το ουσ.: получить выговор τιμωρούμαι: получить ранение τραυματίζομαι•

    получить пользу ωφελούμαι•

    получить распространение διαδίδομαι.• получить применение εφαρμόζομαι.

    || αποκτώ•

    получить хорошее воспитание παίρνω καλή διαπαιδαγώγηση.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    получить из-встность γίνομαι γνωστός.

    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι•

    -лся ответ ελήφθη απάντηση•

    -лось известие ήρθε η είδηση.

    2. βγαίνω, προκύπτω• γίνομαι.• снимок -лся хороший η φωτογραφία βγήκε καλή•

    ничего не -лось δεν έγινε τίποτε.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα•

    что -лось? τι συνέβηκε;

    Большой русско-греческий словарь > получить

  • 48 преподнести

    ρ.σ.μ.
    1. προσφέρω, δίνω•

    преподнести подарок προσφέρω δώρο.

    2. παρουσιάζω κάτι το απροσδόκητο•

    преподнести сщрприз κάνω κατάπληξη.

    3. παρασταίνω•

    преподнести факты в искажнном виде παρουσιάζω τα γεγονότα διαστρεβλωμένα.

    Большой русско-греческий словарь > преподнести

  • 49 преподношение

    ουδ.
    1. προσφορά, δόσιμο.
    2. δώρο.

    Большой русско-греческий словарь > преподношение

  • 50 приношение

    ουδ.
    προσφορά, δώρο, -ρεά.

    Большой русско-греческий словарь > приношение

  • 51 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 52 прислать

    пришлю, пришлшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. присланный, βρ: -лан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    στέλλω, αποστέλλω•

    брат -ал мне посылку ο αδερφός μου έστειλε δέμα•

    сестре -ли подарок στην αδερφή έστειλαν δώρο.

    Большой русско-греческий словарь > прислать

  • 53 прощальный

    επ.
    αποχαιρετιστήριος•

    прощальный привет αποχαιρετισμός•

    прощальный обед αποχαιρετιστήριο γεύμα•

    прощальный подарок αποχαιρετιστήριο δώρο•

    прощальный поцелуй αποχαιρετιστήριο φιλί.

    Большой русско-греческий словарь > прощальный

  • 54 скупой

    επ., βρ: скуп, -а, -о.
    1. επ. κ. ουσ. τσιγκούνης, φιλάργυρος, τσιφούτης.
    2. επ. μτφ. γλίσχρος, πενιχρός, φτωχός•

    скупой подарок πενιχρό δώρο: -ая почва φτωχό (άγονο) έδαφος.

    || αδύνατος, ισχνός•

    скупой свет αδύνατο φως.

    || σύντομος, λιγόλογος•

    -ое письмо λιγόλογο γράμμα.

    3. μτφ. φειδωλός, εγκρατής, μετριοπαθής•

    скупой на похвалы φειδωλός σε επαίνους.

    Большой русско-греческий словарь > скупой

  • 55 царский

    επ.
    τσαρικός, βασιλικός•

    -ая корона η τσαρική κορόνα•

    царский престол τσαρικός θρόνος•

    -ая россия η τσαρική Ρωσία•

    -ое правительство τσαρική κυβέρνηση•

    -ое самодержавие τσαρική απολυταρχία.

    || πολυτελής•

    царский подарок πολυτελές (βασιλικό) δώρο.

    εκφρ.
    -ие врата ή двери – (εκκλσ.) η πύλη του τέμπλου, του εικονοστασίου.

    Большой русско-греческий словарь > царский

  • 56 ценный

    επ., βρ: ценен, ценна, ценно.
    1. εκτιμημένος•

    -ая посылка εκτιμημένο ταχυδρομικό δέμα.

    2. πολύτιμος, ακριβός, τιμαλφής•

    -ые вещи πολύτιμα πράγματα•

    ценный подарок ακριβό δώρο.

    3. μτφ. μεγάλης σημασίας, πολύ χρήσιμος•

    -ое сведение πολύτιμη πληροφορία.

    Большой русско-греческий словарь > ценный

См. также в других словарях:

  • δώρο — το (AM δῶρον) 1. ό,τι προσφέρεται ως δείγμα φιλίας, ευαρέσκειας, χάρισμα («γαμήλιο δώρο») 2. αγαθά (ψυχικά, πνευματικά, σωματικά, υλικά κ.λπ.) που δίνει η φύση ή οι θεοί («θεῶν ἐρικυδέα δῶρα» η ομορφιά είναι δώρο τής φύσεως) 3. προσφορές τών… …   Dictionary of Greek

  • δώρο — το χάρισμα, προσφορά: Το αυτοκίνητο που οδηγώ είναι δώρο των γονιών μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Doro Theou — Δώρο Θεού Studio album by Katy Garbi Released June 23, 1999 …   Wikipedia

  • Икономопулос, Никос — Никос Икономопулос Выступление в Thea Nightclub, Афины …   Википедия

  • δωρώ — δωρῶ ( έω) (AM) (συνήθως δωρούμαι) δίνω, προσφέρω δώρο, χαρίζω («γνοὺς ἀπὸ τοῡ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ») αρχ. 1. παραχωρώ, επιτρέπω 2. (παθ. για πράγμ.) προσφέρομαι ως δώρο («μισθὸν ἀφθόνως δωρηθησόμενον») 3. (παθ. για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • χάρισμα — το, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] κάθε πνευματικό δώρο τού Θεού και, ιδίως, τού Αγίου Πνεύματος προς τους ανθρώπους, δωρεά νεοελλ. 1. (γενικά) προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει πολλά χαρίσματα») 2. καθετί που δίνεται δωρεάν, δώρο 3. (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • έρμαιο — το (AM ἕρμαιον) μσν. νεοελλ. οτιδήποτε παρασύρεται χωρίς τη θέλησή του από κάποιον, το θύμα, το παίγνιο (α. «άνθρωπος έρμαιο τών παθών του» β. «πλοίο έρμαιο τών κυμάτων») νεοελλ. κάθε αδέσποτο αντικείμενο που φέρεται εδώ κι εκεί από τα κύματα ή… …   Dictionary of Greek

  • αντιπροίκι — το (Μ ἀντιπροίκι) προγαμιαία δωρεά του γαμπρού προς τους γονείς της νύφης, ως αντάλλαγμα για την προίκα που θα πάρει («συ που χεις κάλλη για προικιά και χάρες γι αντιπροίκια», Γρυπάρης) νεοελλ. 1. δώρο ή δωρεά του γαμπρού προς τη νύφη πριν από… …   Dictionary of Greek

  • δόση — η (AM δόσις) 1. το να δίνει κάποιος κάτι, χορήγηση, δόσιμο 2. χρηματικό ποσό που δίνεται τμηματικά για εξόφληση χρέους ή αγορασμένων πραγμάτων 3. ποσότητα φαρμάκου που δίνεται τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα μσν. 1. (για ακίνητο) μεταβίβαση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»