Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)+το+δελτίο+2)+(

  • 41 выигрышный

    επ.
    1. λαχειοφόρος•

    выигрышный заем λαχειοφόρο δάνειο•

    выигрышный билет το λαχείο (ενάριθμο δελτίο).

    2. κερδισμένος•

    -ые деньги κερδισμένα χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > выигрышный

  • 42 добавочный

    επ.
    πρόσθετος, επιπρόσθετος, προσθετός• συμπληρωματικός•

    -ое время πρόσθετος χρόνος•

    добавочный пак συμπληρωματικό δελτίο τροφίμων•

    добавочный налог πρόσθετος φόρος, επιφορολογία.

    Большой русско-греческий словарь > добавочный

  • 43 документ

    α.
    1. έγγραφο, γραπτό, χαρτί, ντοκουμέντο•

    оправдательный документ δικαιολογητικό έγγραφο•

    документ признанный недействительным το έγγραφο θεωρήθηκε άκυρο (μη πραγματικό)•

    секретный документ μυστικό έγγραφο•

    исторический -ιστορικό ντοκουμέντο.

    2. πιστοποιητικό• δελτίο ταυτότητας, ταυτότητα•

    предъявлять свой документ δείχνω την ταυτότητα μου•

    проверка -ов έλεγχος των εγγράφων•

    выправить себе документ (απλ.) βγάζω ταυτότητα.

    Большой русско-греческий словарь > документ

  • 44 дополнительный

    επ.
    συμπληρωματικός, επιπρόσθετος, παραπανίσιος•

    дополнительный отпуск συμπληρωματική άδεια•

    -ая карточка συμπληρωματικό δελτίο•

    -не данные συμπληρωματικά στοιχεία.

    (γραμμ.) αντικειμενικός•

    -ое придаточное предложение δευτερεύουσα αντικειμενική πρόταση.

    εκφρ.
    - ые цвета – χρώματα δευτερεύοντα ή σύνθετα.

    Большой русско-греческий словарь > дополнительный

  • 45 карточка

    θ.
    1. κάρτα, καρτέλα. || δελτίο (τροφίμων). || επισκεπτήριο, κάρτα.
    2. μικρή φωτογραφία (για έγγραφα).
    3. (χαΐδ.) καρτούλα, -ίτσα, τραπουλοχαρτάκι.
    4. μικρό καρτ-ποστάλ.
    εκφρ.
    почтовая - – το κάρτ-ποστάλ•
    каталожная - – καρτέλα με αλφαβητική σειρά.

    Большой русско-греческий словарь > карточка

  • 46 карточный

    επ.
    του χαρτιού, του παιγνιόχαρτου•

    -ая игра χαρτοπαίγνιο• - долг χρέος από το χαρτοπαίγνιο• - стол τραπέζι χαρτοπαιγνίου.

    εκφρ.
    - ая система – σύστημα διανομής με δελτίο• - домик α) χάρτινο σπιτάκι (αστέργιωτο). β) χάρτινος πύργος (φαντασιοκοπήματα).

    Большой русско-греческий словарь > карточный

  • 47 летучка

    θ.
    1. δελτίο ανακοινώσεων, φέιγ-βολάν.
    2. σύντομη (πεταχτή) συνέλευση.
    3. προσωρινό ταχυδρομείο (άμεσων αναγκών).
    4. ελαφρόσποροι (παρασυρόμενοι από τον άνεμο).

    Большой русско-греческий словарь > летучка

  • 48 метеорологический

    επ.
    μετεωρολογικός•

    -ая станция μετεωρολογικός σταθμός•

    -ая сводка μετεωρολογικό δελτίο.

    Большой русско-греческий словарь > метеорологический

  • 49 оперативный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно.
    1. χειρουργικός•

    -ое вмешательство χειρουργική επέμβαση.

    2. (στρατ.) των επιχειρήσεων•

    -ая сводка δελτίο επιχειρήσεων (ανακοινωθέν)•

    -план σχέδιο επιχειρήσεων.

    || πρακτικός, της πρακτικής εφαρμογής•

    -ые органы τα όργανα της πρακτικής εφαρμογής.

    3. δραστήριος•

    -ое руководство δραστήρια καθοδήγηση.

    Большой русско-греческий словарь > оперативный

  • 50 открепительный

    επ.
    αποσυνδετικός. || της διαγραφής•

    открепительный талон δελτίο διαγραφής.

    Большой русско-греческий словарь > открепительный

  • 51 отменить

    -еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отменённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    καταργώ ακυρώνω αίρω•

    отменить частную собственность на средства производства καταργώ την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής•

    отменить карточную систему καταργώ το σύστημα διανομής με δελτίο•

    отменить телесные наказания καταργώ τις σωματικές ποινές (τιμωρίες).

    || ανακαλώ•

    отменить приказание ανακαλώ διαταγή.

    || αναβάλλω•

    отменить спектакль αναβάλλω το θέαμα.

    Большой русско-греческий словарь > отменить

  • 52 паспорт

    -а, πλθ.α.
    1. δελτίο ταυτότητας, ταυτότητα•

    предъявить паспорт δείχνω την ταυτότητα•

    щюписоть паспорт в милиции θεωρώ την ταυτότητα στην αστυνομία.

    || διαβατήριο•

    заграничный паспорт διαβατήριο, πασαπόρτι.

    || άδεια ελεύθερης κυκλοφορίας, πασαβάντι.
    2. το πιστοποιητικό εμπορεύματος. || έγγραφο λεπτομερές.

    Большой русско-греческий словарь > паспорт

  • 53 рапортичка

    θ.
    εκθεσούλα• δελτίο πληροφοριών, κίνησης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > рапортичка

  • 54 талон

    α.
    1. δελτίο, κουπόνι.
    2. απόκομμα ομολογίας ή τίτλου.
    εκφρ.
    открепительный талон – έγγραφο διαγραφής από μέλος κομματικής ή κομσομόλικης οργάνωσης•
    прикрепительный талон – έγγραφο σύνδεσης με άλλη οργάνωση κομματική ή κομσομόλικη.

    Большой русско-греческий словарь > талон

  • 55 учётный

    επ.
    1. υπολογιστικός, του υπολογισμού• της απογραφής, απογραφικός•

    -ая книга βιβλίο απογραφής•

    -ая карточка δελτίο απογραφής.

    2. (οικον.) προεξοφλητικός• учётный Προ•

    учётный цент προεξοφλητικός τόκος.

    Большой русско-греческий словарь > учётный

См. также в других словарях:

  • δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… …   Dictionary of Greek

  • δελτίο — το 1. δελτάριο. 2. έντυπο φύλλο χαρτιού που δίνει ορισμένες πληροφορίες: Δελτίο ταυτότητας. 3. συνοπτική έκθεση που συντάσσεται και ανακοινώνεται από κάποια αρχή: Πάντα παρακολουθώ το μετεωρολογικό δελτίο για να ξέρω τι καιρό θα κάνει. 4. τίτλος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποδελτιώνω — [δελτίο] κάνω αποδελτίωση …   Dictionary of Greek

  • κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… …   Dictionary of Greek

  • απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …   Dictionary of Greek

  • Терзис, Пасхалис — Пасхалис Терзис …   Википедия

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • λαχείο — το 1. τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο, αφού γίνει κλήρωση αριθμημένων δελτίων λαχνών, όσοι έχουν δελτίο λαχνό που φέρει τον αριθμό ο οποίος κληρώθηκε κερδίζουν ορισμένα χρηματικά ποσά ή διάφορα αντικείμενα 2. συνεκδ. το αριθμημένο δελτίο με το… …   Dictionary of Greek

  • πρόσκληση — η / πρόσκλησις, ήσεως, ΝΑ [προσκαλῶ] κλήτευση διαδίκου ή μάρτυρα στο δικαστήριο («καὶ μοὶ ἀνάγνωθι τὸν νόμον, καθ ὃν ἡ πρόσκλησις ἐστι παρὰ τοῡ ἔχοντος τὸν κλήρον», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. κλήση, κάλεσμα (α. «πρόσκληση σε χορό» β. «πρόσκληση σε… …   Dictionary of Greek

  • ψηφοδέλτιο — το, Ν δελτίο στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα τών υποψηφίων σε ψηφοφορία, σε εκλογική αναμέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + δελτίο. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»