-
41 specimen
['spesimin](something used as a sample (of a group or kind of something, especially an object to be studied or to be put in a collection): We looked at specimens of different types of rock under the microscope.) (αντιπροσωπευτικό)δείγμα -
42 sprinkling
noun (a small amount or a few: There were mostly women at the meeting but there was a sprinkling of men.) δείγμα,λιγοστοί -
43 token
['təukən]1) (a mark or sign: Wear this ring, as a token of our friendship.) τεκμήριο, δείγμα2) (a card or piece of metal, plastic etc, for use instead of money: The shopkeeper will exchange these tokens for goods to the value of $10.) κουπόνι -
44 образец
[αμπραζιέτς] ουσ. α. δείγμα -
45 экспонат
[εκσπανάτ] ουσ. α έκθεμα, δείγμα -
46 образец
[αμπραζιέτς] ουσ α δείγμα -
47 экспонат
[εκσπανάτ] ουσ α έκθεμα, δείγμα -
48 доказательство
-а ουδ.1. απόδειξη, αποδεικτικό στοιχείο, μαρτυρία, τεκμήριο, σημάδι• δείγμα ένδειξη•для -а приведу ряд документов για απόδειξη θα σας προσκομίσω μια σειρά από έγγραφα•
вещественные, -а τα πειστήρια•
я считаю достаточным -ом θεωρώ οτι είναι αρκετό για απόδειξη•
этот поступок служить -ом его честности αυτή η πράξη είναι μαρτυρία της τιμιότητας του•
в доказательство уважения, дружбы σε ένδειξη σεβασμού και φιλίας•
неопровержимые -а αδιάψευστα τεκμήρια•
представление -ств παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων.
2. (μαθ.) απόδειξη•теорема имеет несколько -ств το θεώρημα έχει κάμποσες αποδείξεις.
-
49 керн
-а α. (ορυκτ.) δείγμα, πρότυπο. -
50 напоказ
επίρ.για επίδειξη, για δείγμα ή για μόστρα. -
51 образец
-зца α.1. υπόδειγμα, δείγμα•-ы почвы δείγματα εδάφους (γης, χώματος)•
-ы новых изделий υποδείγματα (μοντέλα) νέων αντικειμένων.
2. παράδειγμα, τύπος, πρότυπο (κεντήματος) ξόμπλι (υποδηματοποιών, ραφτών) αχνάρι, πατρόν.3. υπόδειγμα, παράδειγμα•взять кого за образец παίρνω κάποιον για παράδειγμα•
стивить кого в образец другим αναφέρω κάποιον σαν παράδειγμα για άλλους•
образец искусства υπόδειγμα Τέχνης (αριστούργημα)•
образец квитанции υπόδειγμα απόδειξης•
служить -ом χρησιμεύω για παράδειγμα.
|| μορφή, σχήμα, παράσταση. -
52 помин
-а α. (παλ. κ. απλ.) ανάμνηση• η μνεία:εκφρ.и -а (помину) нет – α) ούτε λόγος (κουβέντα, μνεία) δεν έγινε, β) ούτε λόγος να γίνεται•и в -е нет – ούτε σημάδι (δείγμα) (που να θυμίζει κάτι). -
53 представитель
-я α.-ница, -ы θ.αντιπρόσωπος• εκπρόσωπος•представитель от министерства εκπρόσωπος του υπουργείου•
дипломатический διπλωματικός αντιπρόσωπος.
|| δείγμα• υπόδειγμα•-и тропической растительности δείγματα χλωρίδας των θερμών χωρών.
-
54 проба
-ы θ.1. δοκιμή, πρόβα.• проба машины η δοκιμή της μηχανής•проба голосов πρόβα των φωνών•
на -у για δοκιμή.
2. δείγμα (για εξέταση κ.τ.τ.).3. σημαντήρας, σφραγίδα σε αργυρώματα, χρυσώματα (σε ένδειξη γνησιότητας). || τίτλος περιεκτικότητας σε αριθμούς (για ευγενή μέταλλα)•золото 958ой -ы χρυσός με τίτλο 958.
εκφρ.проба пера – δοκιμή της πένας (ικανότητας συγγραφικής)• πρωτόλειο έργο•высшей (высокой) -ы – ανώτατης ποιότητας (βαθμού) έξτρα•низкой -ы – κατώτερης ποιότητας•на -у – για πρόβα, για δοκιμή. -
55 экспонат
-а α.έκθεμα• δείγμα•выставочные -ы τα εκθέματα της έκθεσης.
-
56 Bazaar
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bazaar
-
57 Demonstration
subs.Proof sign: P. and V. σημεῖον, τό, τεκμήριον, τό, δείγμα, τό, P. ἔνδειγμα, τό.Showing: P. ἀπόδειξις, ἡ.Display, show: Ar. and P. ἐπίδειξις, ἡ.Test: P. and V. ἔλεγχος, ὁ.Make a ( naval or military) demonstration: P. ἐπίδειξιν ποιεῖσθαι (Thuc. 3, 16).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Demonstration
-
58 Earnest
adj.Be earnest, v.: P. and V. σπουδάζειν (Eur., Hec. 337).To speak not in earnest, but in jest: P. εἰπεῖν οὐ σπουδάζων ἀλλὰ παίζων (Lys. 170).——————subs.Earnest-money: P. ἀρραβών, ὁ. πρόδοσις, ἡ, Ar. and P. θέσις, ἡ.Assurance: P. and V. πίστις, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Earnest
-
59 Example
subs.Warning: P. and V. ἐπίδειξις, ἡ.Follow a person's example: P. ἀκολουθεῖν (dat. of pers.) (Dem. 461).Make an example of a person: P. παράδειγμα ποιεῖν τινά (Dem. 767), παράδειγμα καθιστάναι (τινά) (Thuc. 3, 40).Set an example: P. παράδειγμα διδόναι.For example: Ar. and P. αὐτίκα.I must not spurn the example of my lord: V. ἐμοί τε μίμημʼ ἀνδρὸς οὐκ ἀπωστέον (Eur., H.F. 294).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Example
-
60 Exhibition
subs.Ar. and P. ἐπίδειξις, ἡ, P. ἀπόδειξις, ἡ.Dramatic exhibition. Ar. and P. δρᾶμα, τό.Showing off: Ar. and P. ἐπίδειξις, ἡ.Example: P. and V. δεῖγμα, τό. παράδειγμα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Exhibition
См. также в других словарях:
δεῖγμα — sample neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείγμα — το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι] 1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» θα προσπαθήσω να παρουσιάσω… … Dictionary of Greek
δείγμα — το 1. μικρό μέρος εμπορεύματος που δίνεται για δοκιμή στον ενδιαφερόμενο, ώστε να σχηματίσει γι’ αυτό μια συνολική εικόνα: Οι εταιρείες καλλυντικών πάντα δίνουν δείγματα από τις καινούριες κρέμες στις πελάτισσές τους. 2. απόδειξη, τεκμήριο: Έδωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεῖγμ' — δεῖγμα , δεῖγμα sample neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Образец — • Δείγμα, образчик, по которому купец (εμπορος) подавал товар. Такие образчики или разносились по городу, или выставлялись в назначенном для этого месте, которое в Афинах находилось в Пирсе и само также называлось Д., см. Attica,… … Реальный словарь классических древностей
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek