Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

)+το+δείγμα

  • 41 specimen

    ['spesimin]
    (something used as a sample (of a group or kind of something, especially an object to be studied or to be put in a collection): We looked at specimens of different types of rock under the microscope.) (αντιπροσωπευτικό)δείγμα

    English-Greek dictionary > specimen

  • 42 sprinkling

    noun (a small amount or a few: There were mostly women at the meeting but there was a sprinkling of men.) δείγμα,λιγοστοί

    English-Greek dictionary > sprinkling

  • 43 token

    ['təukən]
    1) (a mark or sign: Wear this ring, as a token of our friendship.) τεκμήριο, δείγμα
    2) (a card or piece of metal, plastic etc, for use instead of money: The shopkeeper will exchange these tokens for goods to the value of $10.) κουπόνι

    English-Greek dictionary > token

  • 44 образец

    [αμπραζιέτς] ουσ. α. δείγμα

    Русско-греческий новый словарь > образец

  • 45 экспонат

    [εκσπανάτ] ουσ. α έκθεμα, δείγμα

    Русско-греческий новый словарь > экспонат

  • 46 образец

    [αμπραζιέτς] ουσ α δείγμα

    Русско-эллинский словарь > образец

  • 47 экспонат

    [εκσπανάτ] ουσ α έκθεμα, δείγμα

    Русско-эллинский словарь > экспонат

  • 48 доказательство

    ουδ.
    1. απόδειξη, αποδεικτικό στοιχείο, μαρτυρία, τεκμήριο, σημάδι• δείγμα ένδειξη•

    для -а приведу ряд документов για απόδειξη θα σας προσκομίσω μια σειρά από έγγραφα•

    вещественные, -а τα πειστήρια•

    я считаю достаточным -ом θεωρώ οτι είναι αρκετό για απόδειξη•

    этот поступок служить -ом его честности αυτή η πράξη είναι μαρτυρία της τιμιότητας του•

    в доказательство уважения, дружбы σε ένδειξη σεβασμού και φιλίας•

    неопровержимые -а αδιάψευστα τεκμήρια•

    представление -ств παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων.

    2. (μαθ.) απόδειξη•

    теорема имеет несколько -ств το θεώρημα έχει κάμποσες αποδείξεις.

    Большой русско-греческий словарь > доказательство

  • 49 керн

    α. (ορυκτ.) δείγμα, πρότυπο.

    Большой русско-греческий словарь > керн

  • 50 напоказ

    επίρ.
    για επίδειξη, για δείγμα ή για μόστρα.

    Большой русско-греческий словарь > напоказ

  • 51 образец

    -зца α.
    1. υπόδειγμα, δείγμα•

    -ы почвы δείγματα εδάφους (γης, χώματος)•

    -ы новых изделий υποδείγματα (μοντέλα) νέων αντικειμένων.

    2. παράδειγμα, τύπος, πρότυπο (κεντήματος) ξόμπλι (υποδηματοποιών, ραφτών) αχνάρι, πατρόν.
    3. υπόδειγμα, παράδειγμα•

    взять кого за образец παίρνω κάποιον για παράδειγμα•

    стивить кого в образец другим αναφέρω κάποιον σαν παράδειγμα για άλλους•

    образец искусства υπόδειγμα Τέχνης (αριστούργημα)•

    образец квитанции υπόδειγμα απόδειξης•

    служить -ом χρησιμεύω για παράδειγμα.

    || μορφή, σχήμα, παράσταση.

    Большой русско-греческий словарь > образец

  • 52 помин

    α. (παλ. κ. απλ.) ανάμνηση• η μνεία:
    εκφρ.
    и -а (помину) нет – α) ούτε λόγος (κουβέντα, μνεία) δεν έγινε, β) ούτε λόγος να γίνεται•
    и в -е нет – ούτε σημάδι (δείγμα) (που να θυμίζει κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > помин

  • 53 представитель

    α.
    -ница, -ы θ.
    αντιπρόσωπος• εκπρόσωπος•

    представитель от министерства εκπρόσωπος του υπουργείου•

    дипломатический διπλωματικός αντιπρόσωπος.

    || δείγμα• υπόδειγμα•

    -и тропической растительности δείγματα χλωρίδας των θερμών χωρών.

    Большой русско-греческий словарь > представитель

  • 54 проба

    θ.
    1. δοκιμή, πρόβα.• проба машины η δοκιμή της μηχανής•

    проба голосов πρόβα των φωνών•

    на -у για δοκιμή.

    2. δείγμα (για εξέταση κ.τ.τ.).
    3. σημαντήρας, σφραγίδα σε αργυρώματα, χρυσώματα (σε ένδειξη γνησιότητας). || τίτλος περιεκτικότητας σε αριθμούς (για ευγενή μέταλλα)•

    золото 958ой -ы χρυσός με τίτλο 958.

    εκφρ.
    проба пера – δοκιμή της πένας (ικανότητας συγγραφικής)• πρωτόλειο έργο•
    высшей (высокой) -ы – ανώτατης ποιότητας (βαθμού) έξτρα•
    низкой -ы – κατώτερης ποιότητας•
    на -у – για πρόβα, για δοκιμή.

    Большой русско-греческий словарь > проба

  • 55 экспонат

    α.
    έκθεμα• δείγμα•

    выставочные -ы τα εκθέματα της έκθεσης.

    Большой русско-греческий словарь > экспонат

  • 56 Bazaar

    subs.
    P. and V. γορά, ἡ, Ar. and P. δεῖγμα, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bazaar

  • 57 Demonstration

    subs.
    Proof sign: P. and V. σημεῖον, τό, τεκμήριον, τό, δείγμα, τό, P. ἔνδειγμα, τό.
    Showing: P. ἀπόδειξις, ἡ.
    Display, show: Ar. and P. ἐπδειξις, ἡ.
    Test: P. and V. ἔλεγχος, ὁ.
    Make a ( naval or military) demonstration: P. ἐπίδειξιν ποιεῖσθαι (Thuc. 3, 16).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Demonstration

  • 58 Earnest

    adj.
    P. and V. σπουδαῖος (Soph., frag.), ἔντονος, σύντονος, see Eager.
    Be earnest, v.: P. and V. σπουδάζειν (Eur., Hec. 337).
    To speak not in earnest, but in jest: P. εἰπεῖν οὐ σπουδάζων ἀλλὰ παίζων (Lys. 170).
    Importunate: P. and V. λιπαρής.
    ——————
    subs.
    Earnest-money: P. ἀρραβών, ὁ. πρόδοσις, ἡ, Ar. and P. θέσις, ἡ.
    Pledge: P. and V. ἐγγυή, ἡ, πίστις, ἡ, V.σιον, τό; see Pledge.
    Specimen: P. and V. παρδειγμα, τό, δείγμα, τό.
    Assurance: P. and V. πίστις, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Earnest

  • 59 Example

    subs.
    Example ( to follow or avoid): P. and V. παρδειγμα, τό.
    Warning: P. and V. ἐπδειξις, ἡ.
    Specimen: P. and V. δεῖγμα, τό, παρδειγμα, τό. P. ἐπίδειγμα, τό; see Specimen.
    Follow a person's example: P. ἀκολουθεῖν (dat. of pers.) (Dem. 461).
    Make an example of a person: P. παράδειγμα ποιεῖν τινά (Dem. 767), παράδειγμα καθιστάναι (τινά) (Thuc. 3, 40).
    Set an example: P. παράδειγμα διδόναι.
    For example: Ar. and P. αὐτκα.
    I must not spurn the example of my lord: V. ἐμοί τε μίμημʼ ἀνδρὸς οὐκ ἀπωστέον (Eur., H.F. 294).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Example

  • 60 Exhibition

    subs.
    Ar. and P. ἐπίδειξις, ἡ, P. ἀπόδειξις, ἡ.
    Spectacle: P. and V. θέα, ἡ, θέαμα, τό; see Spectacle.
    Dramatic exhibition. Ar. and P. δρᾶμα, τό.
    Showing off: Ar. and P. ἐπδειξις, ἡ.
    Example: P. and V. δεῖγμα, τό. παράδειγμα, τό.
    Make an exhibition of oneself, v.: Ar. and P. ἐπιδείκνυσθαι (mid.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Exhibition

См. также в других словарях:

  • δεῖγμα — sample neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείγμα — το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι] 1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» θα προσπαθήσω να παρουσιάσω… …   Dictionary of Greek

  • δείγμα — το 1. μικρό μέρος εμπορεύματος που δίνεται για δοκιμή στον ενδιαφερόμενο, ώστε να σχηματίσει γι’ αυτό μια συνολική εικόνα: Οι εταιρείες καλλυντικών πάντα δίνουν δείγματα από τις καινούριες κρέμες στις πελάτισσές τους. 2. απόδειξη, τεκμήριο: Έδωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεῖγμ' — δεῖγμα , δεῖγμα sample neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Образец —    • Δείγμα,          образчик, по которому купец (εμπορος) подавал товар. Такие образчики или разносились по городу, или выставлялись в назначенном для этого месте, которое в Афинах находилось в Пирсе и само также называлось Д., см. Attica,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»