-
21 τολμηροτέρους
τολμηρόςhardihood: masc acc comp pl -
22 τολμηροί
τολμηρόςhardihood: masc nom /voc pl -
23 τολμηρούς
τολμηρόςhardihood: masc acc pl -
24 τολμηρέ
τολμηρόςhardihood: masc voc sg -
25 τολμηρή
τολμηρόςhardihood: fem nom /voc sg (epic ionic) -
26 τολμηρήν
τολμηρόςhardihood: fem acc sg (epic ionic) -
27 τολμηρότατε
τολμηρόςhardihood: masc voc superl sg -
28 τολμηρότατοι
τολμηρόςhardihood: masc nom /voc superl pl -
29 τολμηρότατος
τολμηρόςhardihood: masc nom superl sg -
30 τολμηρότερα
τολμηρόςhardihood: neut nom /voc /acc comp pl -
31 τολμηρότεραι
τολμηρόςhardihood: fem nom /voc comp pl -
32 τολμηρότεροι
τολμηρόςhardihood: masc nom /voc comp pl -
33 τολμηρότερος
τολμηρόςhardihood: masc nom comp sg -
34 τολμηροτέρα
τολμηροτέρᾱ, τολμηρόςhardihood: fem nom /voc /acc comp dualτολμηροτέρᾱ, τολμηρόςhardihood: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————τολμηροτέρᾱͅ, τολμηρόςhardihood: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
35 τολμηροτέρας
τολμηροτέρᾱς, τολμηρόςhardihood: fem acc comp plτολμηροτέρᾱς, τολμηρόςhardihood: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
36 τολμηρών
-
37 τολμηρῶν
-
38 τολμηρά
-
39 τολμηρᾷ
-
40 τολμηράς
См. также в других словарях:
τολμηρός — hardihood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηρός — ή, ό / τολμηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.) 2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.) 3 … Dictionary of Greek
τολμηρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει τόλμη ή που γίνεται με τόλμη: Τολμηρή πράξη. 2. θρασύς, αναιδής, ξετσίπωτος: Τολμηρές χειρονομίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κάρολος ο Τολμηρός — (Βουργουνδία 1433 – Νανσί 1477). Δούκας της Βουργουνδίας (1467 77). Ήταν γιος του Φίλιππου του Καλού και της Ισαβέλλας της Πορτογαλίας. Ως κόμης του Σαρολέ αντιμετώπισε με σκληρότητα τις εξεγέρσεις των Φλαμανδών που σημειώθηκαν το 1452 53.… … Dictionary of Greek
τολμηρά — τολμηρός hardihood neut nom/voc/acc pl τολμηρά̱ , τολμηρός hardihood fem nom/voc/acc dual τολμηρά̱ , τολμηρός hardihood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηρότερον — τολμηρός hardihood adverbial comp τολμηρός hardihood masc acc comp sg τολμηρός hardihood neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηροτάτων — τολμηρός hardihood fem gen superl pl τολμηρός hardihood masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηροτέρων — τολμηρός hardihood fem gen comp pl τολμηρός hardihood masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηρῶν — τολμηρός hardihood fem gen pl τολμηρός hardihood masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηρόν — τολμηρός hardihood masc acc sg τολμηρός hardihood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηρότατα — τολμηρός hardihood adverbial superl τολμηρός hardihood neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)