Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

)+τα+φαγητά

  • 21 острый

    επ., βρ: остр κ. остр, остра, остро.
    1. αιχμηρός, οξύς, οξύληκτος, μυτερός, σουβλερός κοφτερός, οξύστομος•

    -ая игла το μυτερό βελόνι•

    -ое копь αιχμηρό ακόντιο•

    -меч αιχμηρό ξίφος•

    острый нож κοφτερό ή αιχμηρό μαχαίρι.

    2. ωοειδής•

    -ое лицо ωοειδές πρόσωπο.

    3. μτφ. ισχυρός, έντονος, οξύς•

    -ое зрение οξεία όραση, οξυωπία•

    -ое обояние οξεία όσφρηση•

    острый слух οξεία ακοή•

    острый ум οξύνοια, ακονισμένο μυαλό.

    4. αψύς, δριμύς, τσουχτερός, πικάντικος•

    острый запах δριμεία οσμή.

    || στυφός•

    -ая айва στυφό κιδώνι.

    5. αρμυρός, ξινός•

    -ые блюда αρμυρά ή ξινά φαγητά.

    || καυτερός, τσουχτερός•

    острый перец καυτερό πιπέρι•

    -ая горчица καυτερό σινάπι ή μουστάρδα.

    6. μτφ. δηκτικός, τσουχτερός•

    -ое словцо δηκτική λέξη•

    у него острый язык ή он остр на язык αυτός έχει φαρμακερή γλώσσα.

    7. δυνατός, ισχυρός, σφοδρός, μεγάλος -οβ•

    желание μεγάλη επιθυμία, μεγάλος πόθος καημός•

    -ая тоска μεγάλη θλίψη.

    8. (για ασθένειες) οξύς•

    острый аппендицит οξεία σκωληκοειδίτιδα•

    -ая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    9. μτφ. επίμαχος•

    острый вопрос επίμαχο ζήτημα.

    || οξυμένος οξύς κρίσιμος•

    -ое положение οξυμένη κατάσταση•

    острый кризис οξεία κρίση•

    момент κρίσιμη στιγμή.

    ουσ. θ. -ая η οξεία (τόνος λέξεων).
    εκφρ.
    острый угол – οξεία γων ία.

    Большой русско-греческий словарь > острый

  • 22 разбирать

    ρ.δ.
    1. βλ. разобрать.
    2. μ. εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ•

    брать не -ая παίρνω χωρίς διάκριση•

    голодный не -ет ο πεινασμένος δε διαλέγει (φαγητά).

    1. βλ. разобраться.
    2. λύνομαι, αποσυνδέομαι, ξεμοντάρομαι.
    3. παίρνομαι, αρπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разбирать

  • 23 самобранка

    θ.
    скатерть-самобранка μαγικό τραπεζομάντηλο (στα παραμύθια, όπου τα φαγητά εμφανίζονται μόνα τους).

    Большой русско-греческий словарь > самобранка

  • 24 сервировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сервированный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ. к. σ.μ. σερβίρω (φαγητά, ποτά).
    σερβίρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сервировать

  • 25 снедь

    θ.
    1. παλ. έδεσμα, φαγητό, τροφή.
    2. αθρσ. εδέσματα, φαγητά

    Большой русско-греческий словарь > снедь

  • 26 стол

    α.
    1. τραπέζι•

    круглый стол στρογγυλό τραπέζι•

    обеденный стол τραπέζι φαγητού•

    ломберный стол πράσινο τραπέζι•

    письменный стол το γραφείο•

    операционный стол χειρουργικό τραπέζι.

    2. φαγητό, τροφή•

    за -ом στο φαγητό,την ώρα του φαγητού•

    встать из-за -а σηκώνομαι από το τραπέζι (το φαγητό)•

    пригласить к -у προσκαλώ στο τραπέζι (να φάμε)•

    общий стол κοινό φαγητό•

    нанимать квартиру со -ом νοικιάζω διαμέρισμα και με φαγητό μαζί•

    убирать со -а σηκώνω, συμμαζεύω το τραπέζι• απο-σκευάζω το τραπέζι•

    подать на стол σερβίρω το φαγητό•

    обед на - το τραπέζι είναι έτοιμο (τα φαγητά σερβιρισμένα)•

    3. τμήμα ιδρύματος•
    личного состава τμήμα προσωπικού•

    справочный стол γραφείο πληροφοριών.

    α.
    θώκος•

    княжский стол πριγκιπικός θώκος.

    Большой русско-греческий словарь > стол

  • 27 сытный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. χορταστικός•

    -ая пища χορταστική τροφή•

    сытный обед χορταστικά γεύμα.

    2. πλούσιος σε φαγητά,τρόφιμα• όλβιος•

    -ая жизнь ευδαιμονία, ολβιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > сытный

  • 28 угощение

    ουδ.
    φίλευμα, κέρασμα, τρατάρισμα• φιλοδώρημα. || τα φαγητά κ. ποτά με τα οποία φιλεύουν.

    Большой русско-греческий словарь > угощение

  • 29 яства

    яств πλθ., (ενκ. παλ. яство -α ουδ.). τα φαγητά, τα εδέσματα.

    Большой русско-греческий словарь > яства

См. также в других словарях:

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • επανίημι — ἐπανίημι (Α) [ίημι] 1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῡτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῑ δὲ ταῡτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.) 3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ… …   Dictionary of Greek

  • εψανός — ἑψανός, ή, ον (Α) 1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος 2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος 3. ζωμός, σούπα 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.… …   Dictionary of Greek

  • κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»