-
41 отщепить
-плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отщеплённый, βρ: лён, -лена, -леноρ.σ.μ. σχίζω, πελεκώ, βγάζω πελεκούδες•отщепить лучины σχίζω (βγάζω) δαδιά.
σχίζομαι, πελεκιέμαι. -
42 подсачивать
ρ.δ.βλ. подсачить.αλιεύομαι με την απόχη.ρ.δ.βλ. подсочить.σχίζομαι (για φλοιό δέντρου). -
43 пооборваться
ρ.σ. (απλ.) (ξε)σχίζομαι, κουρελιάζομαι βαθμιαία. -
44 порвать
ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. порванный, βρ: -ван, -а, -о1. ξεσχίζω.2. κόβω, διακόπτω• παραλύω•порвать связь противника с тылом κόβω τη σύνδεση του εχθρού με τα μετόπισθεν.
3. μτφ. σταματώ, παύω να έχω•порвать отношения κόβω σχέσεις.
4. σχίζω (για όλα, πολλά).5. αποκόπτω•порвать цветов κόβω λουλούδια.
1. (ξε)σχίζομαι•рубашка -лась το πουκάμισο σχίστηκε.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) κόβομαι•нитка -лась η κλωστή κόπηκε•
его голос -лся η φωνή του κόπηκε.
3. μτφ. διακόπτομαι•отношения -лись οι σχέσεις διακόπηκαν.
-
45 прорвать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прорванный, βρ: -ван, -а, -о.1. σχίζω, ξεσχίζω•прорвать чулок ξεσχίζω την κάλτσα.
2. διατρυπώ, κάνω τρύπα, ανοίγω οπή. || σπάζω, κάνω ρήγμα•прорвать линию обороны противника σπάζω τη γραμμή της άμυνας του εχθρού•
прорвать блокоду σπάζω τον κλοιό.
3. αναζωογονούμαι, αναζωπυρούμαι, φορτσάρω, παίρνω φόρτσα.1. σχίζομαι, ξεσχίζομαι.2. σπάζω, παθαίνω διάρυξη•плотина -лась το φράγμα έσπασε.
|| ανοίγω•-лся нарыв έσπασε το απόστημα.
3. ανοίγω δρόμο, υπερπηδώ, ξεπερνώ εμπόδιο. || προχωρώ σπάζοντας.4. εμφανίζομαι ξαφνικά. -
46 просечь
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просеченный, βρ: -чен, -чена, -чено.1. κόβω, τρυπώ χτυπώντας•извозчик -сек до крови кнутом спину лошади ο αμαξάς μαστίγωσε το άλογο στη ράχη ώσπου πήγε αίμα.
2. ανοίγω, κόβω•просечь просеку ανοίγω δρόμο (κόβοντας τα δέντρα).
ξηλώνομαι, σχίζομαι. -
47 раздёргивать
-
48 разлезться
-лезетоя, παρλθ. χρ. разлезся, -лась, -лосьρ.σ. (απλ.).σχίζομαι• ξηλώνω, -ομαι• ξεφτώ, -ιέμαι•платье -лось το φόρεμα φθάρθηκε τελείως.
-
49 разъехаться
-едусь, -едешьсяρ.σ.1. (για πολλούς)• φεύγω• αναχωρώ (προς διάφορες κατευθύνσεις). || χωρίζω, παίρνω άλλη κατεύθυνση.2. φεύγω, αναχωρώ•она -лась с мужем αυτή έφυγε με τον άντρα της.
3. δε συναντιέμαι (καθ οδό)•разъехаться с товарищем δε συναντιέμα ι, στο δρόμο με το σύντροφο.
4. διαβαίνω, διέρχομαι, περνώ πολύ σιμά•дорога такая узкая, что трудно разъехаться ο δρόμος είναι τόσο στενός, που είναι δύσκολο να μην εγγίξεις.
5. διαχωρίζω, -ομαι, χωρίζω, -ομαι, παίρνω άλλη κατεύθυνση•лыжи -лись на льду τα σκι χώρισαν στον πάγο.
|| πέφτω, σκορπώ. || κουρελιάζω, ξεφτίζω• σχίζομαι•рубашка -лась το πουκάμισο έγινε κουρέλια.
6. εκτείνομαι, πιάνω μέρος,. καταλαβαίνω χώρο. -
50 расклинить
-
51 расколоть
-колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расколотый, βρ: -лот, -а, -оρ.σ.μ.1. σχίζω με χτύπημα•расколоть дрова σχίζω καυσόξυλα.
|| σπάζω, θραύω•расколоть орехи σπάζω καρύδια.
2. μτφ. διασπώ•расколоть единстве διασπώ την ενότητα.
1. σχίζομαι (με χτύπημα)•полено -лось το κούτσουρο σχίστηκε.
|| θραύομαι, σπάζω•орех -лся το καρύδι έσπασε.
2. μτφ. διασπώμαι. -
52 расщепить
-шло, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расщипленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. βλ. расщепать.2. σχίζω, βγάζω κατά ίνες.3. (χημ.) διαλύω. || διασπώ•расщепить атом διασπώ το άτομο.
1. σχίζομαι.2. (χημ.)• διαλύομαι.3. διασπώμαι (για άτομο ύλης). -
53 расщипывать
-
54 щепать
щеплю, щеплешь κ. -аю, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. щепанный, βρ: -пан, -а, -оρ.δ.μ. σχίζω (ξύλο).σχίζομαι.
См. также в других словарях:
σχίζομαι — σκίζομαι και σχίζομαι, σκίστηκα και σχίστηκα, σκισμένος και σχισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σχίζομαι — σχίζω split pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεκρήγνυμαι — Α διαρρηγνύομαι, σχίζομαι βαθμιαία («ὑπεκραγέντος ὑπὸ τοῡ πλήθους καὶ βάρους», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκρήγνυμαι «σχίζομαι, διαρρηγνύομαι, υφίσταμαι ρήγματα»] … Dictionary of Greek
εκρηγνύω — (AM ἐκρηγνύω και ἐκρήγνυμι) νεοελλ. 1. κάνω κάτι να σπάσει, σπάζω, θραύω, θρυμματίζομαι από εσωτερική δύναμη («υπάρχει κίνδυνος να εκραγεί η βόμβα») 2. (για απροσδόκητο γεγονός, για ξαφνική συναισθηματική ή ανακλαστική εκδήλωση) ξεσπώ, εκρήγνυμαι … Dictionary of Greek
ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… … Dictionary of Greek
ξηλώνω — 1. ανοίγω τις ραφές ραμμένου ενδύματος, ξεράβω 2. αφαιρώ τα καρφιά καρφωμένου αντικειμένου, ξεκαρφώνω 3. (σχετικά με μηχανή) διαλύω σε συστατικά μέρη, αποσυνθέτω, ξεμοντάρω 4. μτφ. διώχνω κάποιον, απομακρύνω κάποιον από τη θέση εργασίας του,… … Dictionary of Greek
παλάσσω — (I) παλάσσω (Α) καθιστώ κάτι μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ αἵματι θώρηξ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα άσσω (πρβλ. αιμ άσσω, λαιμ άσσω, σταλ άσσω). Η σύνδεση τού ρ. παλάσσω (Ι) τόσο με τις… … Dictionary of Greek
περιρρήγνυμι — και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω] 1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.) 2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ) 3. απογυμνώνω 4.… … Dictionary of Greek
σμπαράρω — Ν 1. ρίχνω σμπάρο, πυροβολώ 2. σπάζω, θρυμματίζω 3. (για πυροβόλο) εκπυρσοκροτώ 4. σχίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbarrare «κλείνω, φράζω, συσφίγγω»] … Dictionary of Greek
στημορραγώ — έω, Α (αμτβ.) σχίζομαι σε κομμάτια, γίνομαι κουρέλι («λακίδες ἀμφὶ σώματι στημορραγοῡσι... ἐσθημάτων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος (η μορφή στημο του πρώτου συνθετικού κατά τα θεματικά ουσ.) + ρραγῶ (< ρραγής < θ. ραγ τού ῥήγνυμι) … Dictionary of Greek
συγχαράσσω — Α παθ. συγχαράσσομαι α) σχίζομαι συγχρόνως β) σημειώνομαι («συγκεχάρακται στιγμαῑς», Φιλούμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χαράσσω «σχίζω, σχεδιάζω»] … Dictionary of Greek