-
1 εφημεριδοπώλης
ο газетчик, продавец газет -
2 εφημεριδάς
ο см. εφημεριδοπώλης
См. также в других словарях:
εφημεριδοπώλης — ο πωλητής εφημερίδων και ιδίως αυτός που διαλαλεί και πουλάει εφημερίδες στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφημερίς, ίδος + πώλης (< πωλώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
εφημεριδοπώλης — ο αυτός που πουλά εφημερίδες: Σωματείο εφημεριδοπωλών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
εφημεριδάς — ο [εφημερίδα] ο εφημεριδοπώλης … Dictionary of Greek
Βαμβακάρης, Μάρκος — (Άνω Χώρα, Σύρος 1905 – Πειραιάς 1972). Λαϊκός συνθέτης, τραγουδιστής και μουσικός. Αφού πέρασε από κάθε είδους επαγγέλματα (εφημεριδοπώλης, λούστρος, μανάβης, λαχειοπώλης, υπάλληλος γραφείου κηδειών, αχθοφόρος, εκδορέας σε σφαγεία) κατέληξε στο… … Dictionary of Greek