-
21 прикладывать
прикладыватьнесоз.1. (класть) βάζω, ἀκουμπώ (μετ.):\прикладывать ру́ку к сердцу βάζω τό χέρι στήν καρδιά·2. (накладывать) ἐπιθέτω:\прикладывать печать σφραγίζω, βάζω σφραγίδα·3. см. прилагать 3. -
22 проба
проб||аж1. (действие) ἡ δοκιμή, ἡ πρόβα:\проба сил ἡ δοκιμή τῶν δυνάμεων \проба голоса ту δοκιμή τής φωνής· \проба пера τό πρωτόλειο[ν], τό δοκίμιο[ν]· взять на \пробау παίρνω γιά δοκιμή·2. (образчик) τό δείγμα·3. (клеймо на благородных металлах) ἡ βούλλα, ἡ σφραγίδα·4. (золота, серебра) ὁ τίτλος:золото пятьдесят шестой \пробаы χρυσός μέ τίτλο πενήντα ἔξι. -
23 распечатать
распечататьсов, распечатывать несов1. (снимать печать) ξεσφραγίζω, βγάζω τήν σφραγίδα, βγάζω τήν βοὔλλά2. (письмо и т. ἡ.) ἀποσφραγίζω / ἀνοίγω (открывать). -
24 штамп
штампм1. ἡ σφραγίδα [-ίς], ἡ στάμπα·2. перен τό στερεότυπο[ν]. -
25 штемпель
штемпельм ἡ σφραγίδα [-ίς]. -
26 штамп
[στάμπ] ουσ. α σφραγίδα -
27 штамп
[στάμπ] ουσ α σφραγίδα -
28 гербовый
επ.συμβολικός, του συμβόλου. || με σύμβολο•-ая печать σφραγίδα με κρατικό σύμβολο•
-ая бумага χαρτόσημο χαρτί•
-ая пуговица κουμπί με σύμβολο.
εκφρ.гербовый сбор – φόρος χαρτοσήμου. -
29 запломбировать
-рута, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запломбированный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.1. σφραγίζω, βουλώνω•запломбировать зуб σφραγίζω δόντι.
2. βάζω σε εμπόρευμα μολύβδινη σφραγίδα. -
30 класть
кладу, кладёшь, παρλθ. χρ. клал, -ла, -лоρ.δ. μ.1. θέτω, τοποθετώ, βάζω•раненого на носилки βάζω τον τραυματία στο φορείο•
класть деньги в карман βάζω τα χρήματα στη τσέπη•
класть на место βάζω στη θέση.
|| καταθέτω•класть в сберкассу βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο.
|| αποτυπώνω•класть печать σφραγίζω, βάζω σφραγίδα (κυρλξ. κ. μτφ.)• и περνώ στρώμα•
класть краску μπογιατίζω, περνώ ένα χέρι. μπογιά.
2. παραθέτω• σερβίρω. || ρίχνω•класть сахар в чай ρίχνω ζάχαρη στο τσάι..
3. χτίζω, βάζω τούβλα, πέτρες κλπ. класть стену χτίζω τοίχο. || επιδίδομαι•класть все усилия βάζω όλα τα δυνατά.
4. προύπολογίζω. || καθορίζω (τιμή).5. ευνουχίζω•класть жеребца ευνουχίζω το πουλάρι.
6. (με μερικά αφηρ. ουσ. αποκτά τη σημασία; κάνω, εκτελώ, παράγω κλπ.) класть начало κάνω την αρχή•класть конец βάζω τέρμα•
основание βάζω τη βάση•
класть преграду βάζω εμπόδιο (καθυστερώ).
εκφρ.класть оружие – καταθέτω τα όπλα (παραδίνομαι)•класть земные поклоны – κάνω εδαφιαίες υποκλίσεις•класть пятно – κηλιδώνω, δυσφημίζω, βάζω λαδιά•класть яйца (яички) – αποθέτω τα αυγά (για πουλιά, έντομα)•- в рот кому – του δίνω να καταλάβει καλά•себе в кармин – τσεπώνω, ιδιοποιούμαι•класть на музыку – μελοποιώ στίχους•класть на бок; класть на столько-то градусов – (ναυτ.) γέρνω το σκάφος•класть зубы на полку – ψωμοζώ, κακοζώ, σφίγγω το ζωνάρι ή τη λωρίδα.(για κότες) γεννώ. -
31 клеймо
-ά., πλθ. клейма ουδ.1. μάρκα, στάμπα, σφραγίδα, σημάδι.2. στίγμα στο δέρμα με κάψιμο (σε ζώα ή κατάδικους). || μτφ. ατιμία, μουτζούρα, αξιοκατάχριτη πράξη•смыть позорное клеймо ξεπλένω τη ντροπή.
3. στιγέας, ζουμπάς. -
32 опечатывание
-я ουδ.σφράγισμα, κλείσιμο που φέρει σφραγίδα. -
33 печатать
ρ.δ.1. (εκ)τυπώνω•печатать газеты τυπώνω εφημερίδες•
вновь печатать ξανατυπώνω•
печатать на литографии λιθογραφώ•
печатать на машинке δακτυλογραφώ.
|| δημοσιεύω στον τύπο.2. βγάζω φωτογραφίες στο χαρτί.3. παλ. σφραγίζω, βάζω σφραγίδα.εκφρ.печатать шаг – βηματίζω, βαδίζω σταθερά, προχωρώ βάδην.(εκ)τυπώνομαι. || δημοσιεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
34 печатка
-и θ.1. σφραγίδα.2. τεμάχιο, κομμάτι καλούπι•печатка мыла ένα καλούπι σαπούνι.
-
35 пломба
-ы θ.1. σφραγίδα μολυβδόβουλου ή και άλλης ουσίας.2. βούλωμα (ύλη σφραγίσματος δοντιών). || βούλωμα (διάφορης χρήσης)•цементная пломба τσιμεντένιο βούλωμα•
металлическая пломба μεταλλικό βούλωμα.
-
36 пломбир
-
37 подделать
ρ.σ.1. παραποιώ κιβδηλεύω•-подпись πλαστογραφώ υπογραφή•
подделать монету παραχαράσσω νόμισμα•
подделать ключ φτιάχνω αντικλείδι•
подделать печать παραποιώ σφραγίδα.
|| νοθεύω•подделать вина νοθεύω το κρασί.
2. στερεώνω από κάτω.1. απομιμούμαι•подделать под древнегрческих скульпторов απομιμούμαι, τους αρχαι-ους Ελληνες γλύπτες.
|| προσαρμόζομαι,.2. καλοπιάνω. -
38 приложить
-ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. επιθέτω, βάζω•приложить пластырь βάζω έμπλαστρο•
приложить руку к сердцу βάζω το χέρι στην καρδιά•
печать βάζω σφραγίδα.
2. επισυνάπτω•приложить к заявлению справку с места жительства επισυνάπτω στην αίτηση βεβαίωση του τόπου διαμονής.
|| επιπροσθέτω, επαυξάνω.3. καταβάλλω•приложить все силы καταβάλλω όλες τις δυνάμεις, βάζω όλα τα δυνατά.
|| εφαρμόζω•приложить теорию на практике εφαρμόζω τη θεωρία στην πράξη.
1. ακουμπώ, φέρω σιμά, πλησιάζω πολύ•он -ился ухом к двери и прислушался αυτός σίμωσε πολύ στην πόρτα και κρυφάκουγε.
2. φιλώ, ασπάζομαι•она -илась к иконе αυτή φίλησε την εικόνα•
приложить к руке φιλώ το χέρι.
3. κολλώ το μάγουλο στο κοντάκι του όπλου (κατά τη σκοποβολή).4. (απλ.) πίνω λίγο, βάζω λίγο στο στόμα.εκφρ.остальное (ή всё прочее) приложить – τα παραπέρα, τα υπόλοιπα (όλα τα άλλα) θα γίνουν, θα λυθούν. -
39 припечатать
ρ.σ.μ.1. τυπώνω συμπληρωματικά (στο ίδιο έντυπο).2. παλ. τυπώνω.3. σφραγίζω, κλείνω, βουλώνω.4. (απλ.) σφραγίζω, βάζω σφραγίδα. -
40 пришлёпнуть
ρ.σ.1. συνθλίβω, χτυπώ, σκοτώνω• ξεκοιλιάζω•пришлёпнуть комара рукой σκοτώνω το κουνούπι με το χέρι.
2. χτυπώ ελαφρά.3. (απλ.) θέτω, βάζω πατώ•пришлёпнуть печать πατώ σφραγίδα.
См. также в других словарях:
σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… … Dictionary of Greek
σφραγίδα — η 1. όργανο με ανάγλυφη παράσταση για τη σφράγιση εγγράφων κτλ.: Έχει ιδιαίτερη σφραγίδα για να βάζει την υπογραφή του. 2. αποτύπωμα της σφραγίδας: Το έγγραφο που πήρε δεν είχε σφραγίδα κι έτσι ήταν άχρηστο. 3. μτφ., ιδιαίτερο γνώρισμα: Το έργο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφραγῖδα — σφρᾱγῖδα , σφραγίς seal fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α … Dictionary of Greek
σφραγιδόλιθος — Μικρή πέτρα, πολύτιμη τις περισσότερες φορές, δεμένη πάνω σε δαχτυλίδι ή σε απλή σφραγίδα, με έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις ή γράμματα, που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως για τη σφράγιση επιστολών. Σ. προϊστορικής εποχής βρίσκονται στην Αίγυπτο, τη … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
ασφράγιστος — η, ο (AM ἀσφράγιστος, ον) αυτός που δεν έχει σφραγιστεί, που δεν φέρει σφραγίδα νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει κλειστεί με σφραγίδα 2. φρ. «δόντι ασφράγιστο» που δεν έχει κλειστεί με στερεό μίγμα 3. «ασφράγιστα γραμματόσημα» αυτό που δεν έχουν… … Dictionary of Greek
σιγίλιο — Γράμμα που γραφόταν σε μεμβράνη και υπογραφόταν από τον πατριάρχη και τα μέλη της πατριαρχικής συνόδου. Λεγόταν και σιγιλιώδες γράμμα. Σφραγιζόταν με μολυβδένια βούλα που στο ένα μέρος της έδειχνε την Παναγία να κρατάει στα χέρια της το μικρό… … Dictionary of Greek