-
1 σαμουρόγουνα
η соболья шуба
См. также в других словарях:
σαμουρόγουνα — η, Ν γούνα από δέρμα σαμουριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμούρι + γούνα] … Dictionary of Greek
1 σαμουρόγουνα
σαμουρόγουνα — η, Ν γούνα από δέρμα σαμουριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμούρι + γούνα] … Dictionary of Greek